Μορφές κατοίκησης μεταναστών στις γειτονιές της Αθήνας.
Σαλώμη Χατζηβασιλείου, Ερη Βαρουχάκη, Κατερίνα Παπασημάκη, Φωτεινή Τούντα, ΕΜΠ
1. Κριτήρια επιλογής των δύο γειτονιών
Μετά από μια πρώτη συλλογή στοιχείων από: τις οργανώσεις μεταναστών, τις απογραφές πληθυσμού της ΕΣΥΕ και τη σχετική βιβλιογραφία, ξεκίνησαν στην ερευνητική ομάδα εκτεταμένες συζητήσεις για τον εντοπισμό των περιοχών και των εθνικοτήτων που θα είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον να μελετηθούν. Η Κυψέλη και τα Σεπόλια, όπου εστίασε η έρευνα, επιλέχτηκαν αφ’ ενός από τις παρατηρούμενες υψηλές συγκεντρώσεις των μεταναστών και αφ’ ετέρου μεταξύ των διαφορετικών τύπων γειτονιών, τόσο ως προς την ιστορική τους εξέλιξη, όσο και ως προς τη σημερινή τους κατάσταση. Μεταξύ των σημαντικότερων κριτηρίων επιλογής ήταν το γεγονός ότι η Κυψέλη συγκεντρώνει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά μεταναστευτικού πληθυσμού (21% περίπου του συνολικού πληθυσμού της το 2001), είναι περισσότερο διαμορφωμένη περιοχή λόγω εξάντλησης σχεδόν του Σ.Δ. και διαθέτει φθηνή κατοικία στις παλιές πολυκατοικίες που κτίστηκαν μεταπολεμικά με το σύστημα της αντιπαροχής. Στα Σεπόλια, αντίθετα, τα ποσοστά μεταναστών/στριών εμφανίζονται αισθητά χαμηλότερα (15%) και η περιοχή βρίσκεται, τα τελευταία χρόνια, μετά και την κατασκευή του σταθμού μετρό, σε συνεχή μετασχηματισμό, γνωρίζοντας έντονη οικοδομική δραστηριότητα, αφού τα παλιά χαμηλά σπίτια, αντικαθίστανται από σύχρονες πολυκατοικίες. Ακόμη:
• Η Κυψέλη βρίσκεται πάνω από τις γραμμές του τραίνου, ενώ τα Σεπόλια από κάτω. Οι γραμμές του τραίνου αποτελούν στις περισσότερες πρωτεύουσες ένα ισχυρό όριο όπου πραγματοποιούνται ταξικοί διαχωρισμοί, καθώς οι αντικειμενικές αξίες της γης εκεί διαφοροποιούνται.
• Η Κυψέλη είναι μια παλαιά αστική περιοχή, ενώ τα Σεπόλια μια λαϊκή εργατική συνοικία.
• Σημανικό μέρος του γερασμένου κτιριακού όγκου των αστικών πολυκατοικιών της Κυψέλης εγκαταλείπεται σταδιακά από τους παλαιούς κατοίκους, τους οποίους αντικατέστησαν μετανάστες και μετανάστριες. Αντίθετα μεγάλη έκταση της περιοχής των Σεπολίων εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης πρόσφατα ενώ υπάρχουν ακόμα πολλά παλαιά μονώροφα ή διώροφα σπίτια.
• Η αισθητά διαφοροποιημένη πληθυσμιακή πυκνότητα των δυο περιοχών. Η Κυψέλη είναι μια από τις περισσότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές του λεκανοπεδίου της Αττικής αντίθετα από τα Σεπόλια όπου η πυκνότητα κατοίκησης, μέχρι πρόσφατα, ήταν πολύ χαμηλή.
2. Οικιστική εξέλιξη
Η Κυψέλη, μία από τις παλαιότερες και περισσότερο πυκνοκατοικημένες γειτονιές της Αθήνας, εντάσσεται στο σχέδιο πόλης το 1887.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η συρροή πληθυσμού από την ύπαιθρο στην Αθήνα οδήγησε στην αλλαγή του αγροτικού και εξοχικού χαρακτήρα της σε αστικού. Αποκτά την αστική συνοχή της την περίοδο του μεσοπολέμου και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπου υπήρξε μεγάλη εισρροή νέων κατοίκων και αναζήτηση στέγης. Κατοικήθηκε κυρίως από την εύπορη μεσαία αστική τάξη, αλλά και η παρουσία της ανώτερης οικονομικής και πνευματικής τάξης ήταν έντονη. Μεσοαστικές μονοκατοικίες και διπλοκατοικίες κυριαρχούν μέχρι το μεσοπόλεμο, όπου κτίζονται και οι πρώτες πολυκατοικίες. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960, η Κυψέλη οικοδομείται εντατικά, με το σύστημα της αντιπαροχής. Αρχίζει η εποχή της ακμής της και γίνεται διάσημη για τη νυχτερινή ζωή της, με θέατρα, κινηματογράφους, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια που δημιουργούνται πάνω στα ίχνη του προϋπάρχοντος αστικού ιστού και προσελκύουν κόσμο και από άλλες περιοχές, προσδίδοντάς της μια αίγλη.
Τη δεκαετία 1970, η ανοικοδόμηση συνεχίστηκε, ολοκληρώνοντας σταδιακά τη σημερινή εικόνα της γειτονιάς που, σύμφωνα με όλες τις πολεοδομικές μελέτες, είναι μία από τις περισσότερο προβληματικές του Δήμου Αθηναίων, με υψηλές πυκνότητες, ρύπανση, προβλήματα κυκλοφορίας και στάθμευσης, ελάχιστους ελεύθερους χώρους και ανεπαρκείς υποδομές. Από τα μέσα της δεκαετίας 1980 μετακινείται μέρους του ντόπιου πληθυσμού, προς τα βορειανατολικά και νοτιοανατολικά προάστια, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Η ιστορία αστικοποίησης της Κυψέλης διαμόρφωσε ένα οικιστικό απόθεμα που πέρασε από διαδοχικές χρήσεις, για να ‘υποδεχτεί’ τους μετανάστες της δεκαετίας 1990. Για παράδειγμα πολλά (ημι)υπόγεια και μικρά διαμερίσματα των χαμηλών ορόφων, φιλοξένησαν βιοτεχνίες, κατοικία φοιτητών και άλλες χρήσεις, πριν μετατραπούν σε ‘κενό’ ή/και απαξιωμένο οικιστικό απόθεμα, το οποίο ξανα-έβαλαν στην αγορά οι μετανάστες. Σ’ αυτό το γενικό σχήμα κατοίκησης των πολυκατοικιών βεβαίως εντοπίζονται πολλές παραλλαγές, από το υπόγειο ως το ρετιρέ και από την πρόσοψη ως τον ακάλυπτο. Ο χαρακτηρισμός ‘κάθετος κοινωνικός διαχωρισμός’ (Maloutas, Karadimitriou 2001) οφείλεται στη συνύπαρξη νοικοκυριών διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων που κατοικούν σε διαφορετικούς ορόφους, και ενισχύεται από το μωσαϊκό χρήσεων και εθνοτήτων που χαρακτηρίζουν τη γειτονιά.
Τα Σεπόλια, στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν σημαντικός χώρος καλλιεργειών της αγροτικής παραγωγής της πρωτεύουσας. Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και οικιστική εξέλιξη της περιοχής έπαιξε η κατασκευή των σιδηροδρόμων Λαρίσης και Πελοποννήσου (1882 -1892), η κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών της Αττικής για Λαύριο και Κηφισιά (1885), καθώς και η εγκατάσταση εργοστασίων στην ευρύτερη περιοχή στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, οι οποίες προσέλκυσαν εργαζομένους, που έκτιζαν, αγοράζοντας αγροτεμάχια από τους μεγαλοκτηματίες της γης. Η πρώτη ένταξη στο σχέδιο πόλης γίνεται το 1893. Οι πρόσφυγες από την Μ. Ασία ενσωματώθηκαν με τους ντόπιους εργάτες και τα λαϊκά στρώματα που εισέρεαν στην Αθήνα και στεγάστηκαν χρησιμοποιώντας την αυθαίρετη δόμηση ‘με τη σιωπηρή ανοχή του κράτους’. Οι συνθήκες στέγασης παρέμεναν άθλιες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μεταπολεμικά, τα Σεπόλια «ήταν κάτι σα χωριό μέσα στην Αθήνα, τότε δεχόταν το κύμα των εσωτερικών μεταναστών. Οι όροι δόμησης δεν ευνόησαν την αντιπαροχή που εκείνη την εποχή ανθούσε στις κεντρικές περιοχές. Οι χαμηλές εισοδηματικά τάξεις, αναζητώντας σχετικά φτηνή γη προσέγγιζαν τα Σεπόλια και έχτιζαν με το σύστημα της αυτοστέγασης. Η ικανοποιητική σύνδεσή της με το κέντρο πόλης και οι σχετικά χαμηλές αξίες γης, μαζί με την εγγύτητά σε διαθέσιμες θέσεις εργασίας στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες, αποτέλεσαν βασικούς λόγους επιλογής της περιοχής από τα μικρομεσαία στρώματα.
Τη δεκαετία του 1970 κατασκευάζονται πολυκατοικίες με το σύστημα της αντιπαροχής και έτσι διαμορφώνεται μια μεγάλη ποικιλία κτιριακού αποθέματος όπου, στις αρχές της δεκαετίας 1990, εξασφάλιζε μαζί με τα πολλά διασωζόμενα μονώροφα και διώροφα σπίτια κατοικία για τους μετανάστες.
Η κατασκευή του σταθμού του μετρό των Σεπολίων, έδωσε νέες δυνατότητες πρόσβασης στην περιοχή αυξάνοντας παράλληλα τις αξίες γης και τις τιμές των ακινήτων. Σήμερα η οικοδομική δραστηριότητα αφανίζει τα τελευταία παλιά μονόροφα και η ανοικοδόμηση των πολυκατοικιών εξακολουθεί να κυριαρχείται από το σύστημα της αντιπαροχής. Οι σύγχρονες πολυκατοικίες είναι προσαρμοσμένες στα νέα καταναλωτικά πρότυπα, και τιμή αγοράς, αποτρεπτική για τους μετανάστες. Επιλέγονται κυρίως από ντόπια νέα νοικοκυριά, που αναζητούν στέγη κοντά στους συγγενείς για βοήθεια στην καθημερινή ζωή, κυρίως στη φύλαξη των παιδιών, προσφέροντας και εκείνοι με τη σειρά τους φροντίδα στους ηλικιωμένους. Υπάρχουν όμως και εκείνοι – όπως και στην πρώτη φάση κατοίκησης της περιοχής - που επιλέγουν την περιοχή λόγω της εγγύτητας της με το κέντρο και την ύπαρξη συγκοινωνιών, σε συνδυασμό με τη σχετικά χαμηλή ακόμα αξία της γης σε σχέση με άλλες γειτονιές.
3- Λόγοι εγκατάστασης του μεταναστευτικού πληθυσμού στις δυο γειτονιές.
Η Κυψέλη, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70, αρχίζει να εγκαταλείπεται σταδιακά από μεγάλο κομμάτι του ντόπιου πληθυσμού, να απαξιώνεται το κτιριακό απόθεμα και την δεκαετία του ’90 αρχίζει να κατοικείται σταδιακά από μετανάστες/στριες λόγω φτηνού ενοικίου. Τα διαμερίσματα, που οι παλιοί κάτοικοι θεωρούσαν ανεπαρκή σε χώρο, καταλήφθηκαν γρήγορα από ανθρώπους που δεν είχαν πολλά περιθώρια επιλογής, αρκεί το ενοίκιο να ήταν φτηνό. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την ύπαρξη δικτύων γνωριμιών, συνετέλεσαν ώστε η Κυψέλη να αποτελέσει ευνοϊκό χώρο για την εγκατάσταση μεταναστών. Η θέση της γειτονιάς, που οι παλιοί κάτοικοι εγκαταλείπουν εξ αιτίας του θορύβου ή της ρύπανσης, προσφέρει στους μετανάστες εύκολη προσπελασιμότητα, καλές συγκοινωνίες, κοντινά σχολεία και τη σημαντική δυνατότητα να συνδυαστεί σχετικά εύκολα με την εργασία σε άλλες περιοχές της πόλης, με τη φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών.
Μια σημαντική πλευρά της διαδικασίας που περιγράψαμε είναι η αναθέρμανση της αγοράς ακινήτων μέσω της εγκατάστασης των μεταναστών: διαμόρφωσαν ζήτηση για διαμερίσματα που παρέμεναν κενά και χωρίς συντήρηση και δεν προσέφεραν κανένα εισόδημα στους ιδιοκτήτες τους, τα επισκεύασαν με προσωπική εργασία και κόστος, τα κατοίκησαν αρχικά πολλοί μαζί, για να αντιμετωπίζουν τα ενοίκια της υπερεκμετάλλευσης, προσέλκυσαν και άλλο μεταναστευικό πληθυσμό, τονώνοντας την τοπική αγορά και δίνοντας νέα ζωντάνια στη γειτονιά
Για τους ίδιους λόγους και τα Σεπόλια προσέλκυσαν μεταναστευτικό πληθυσμό. Επιπλέον σημαντικό ρόλο έπαιξε η ύπαρξη των διάσπαρτων στον αστικό ιστό, βιοτεχνιών ρούχων και εργαστήριων φασόν που απασχολούν κυρίως ξένο εργατικό δυναμικό, μέρος από το οποίο κατοικεί στην περιοχή.
4- Σήμερα: Ντόπιοι και μετανάστες στις περιοχές μελέτης
α. Δημογραφικά χαρακτηριστικά
Η δεκαετία 1990 αποτελεί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, νέα τομή για την Κυψέλη, που εκφράζεται τόσο στα πληθυσμιακά και δημογραφικά χαρακτηριστικά, όσο και στον αστικό ιστό της γειτονιάς. Την περίοδο αυτή της μαζικής εγκατάστασης μεταναστών φαίνεται να αντιστρέφεται η προηγούμενη τάση μείωσης τόσο του πληθυσμού όσο και του μέσου μεγάθους νοικοκυριού. Τα στοιχεία των απογραφών εμφανίζουν πλέον σταθερότητα, καθώς η ‘φυγή’ των παλαιών κατοίκων αντισταθμίζεται από την εγκατάσταση πολυμελών συνήθως νοικοκυριών μεταναστών, αλλά και από μία οριακή ίσως αλλά υπαρκτή ‘επιστροφή’.
Από τα στοιχεία της απογραφής 2001 προκύπτει η μεγάλη ποικιλία μεταναστευτικών ομάδων που έχουν εγκατασταθεί στην Κυψέλη, με κυρίαρχη την Αλβανική ομάδα (49.2%), ενώ ακολουθούν: Πολωνοί (8,5%), Βούλγαροι (4,5%), και άλλες μεταναστευτικές ομάδες.
Η γεωγραφική κατανομή των μεταναστών παρουσιάζει διάχυση στο σύνολο της συνοικίας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πληθυσμού ανά οικοδομικό τετράγωνο.
Στο μεγλύτερο αριθμό οικοδομικών τετραγώνων η αναλογία μεταναστών στο σύνολο του πληθυσμού κινείται μεταξύ 20 και 30%, ενώ εντοπίζονται πολλά οικοδομικά τετράγωνα όπου ξεπερνάει το ένα τρίτο, χωρίς όμως να δημιουργούνται μικροί πυρήνες συγκεντρώσεων με κάποια σοβαρή έκταση. Μικρή είναι, η παρουσία τους κατά μήκος της Φωκίωνος Νέγρη και της Ευελπίδων.
Ως προς την κατανομή του μεταναστευτικού πληθυσμού κατά φύλο, στην Κυψέλη, αντίθετα από ότι συμβαίνει στο Δ. Αθηναίων συνολικά, παρατηρείται ελαφρά υπεροχή των γυναικών, που αποτελούν το 51,7% των μεταναστών που απογράφηκαν, μάλλον λόγω της αυξημένης παρουσίας μεταναστών από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπου κυριαρχούν οι γυναίκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι γυναίκες από τη Βουλγαρία, των οποίων το ποσοστό φθάνει στο 81,3%.
Το επίπεδο εκπαίδευσης του μεταναστευτικού πληθυσμού διαφοροποιείται σημαντικά κατά χώρα προέλευσης και κατά φύλο. Όπως και στα Σεπόλια το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης εμφανίζουν οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ τάση που ενισχύεται ακόμη περισσότερο στις μετανάστριες. Σε ότι αφορά τις εθνότητες που επιλέχθηκαν ο Αλβανικός πληθυσμός, συγκρινόμενος με το Βουλγαρικό και Πολωνικό, φαίνεται να έχει χαμηλότερα ποσοστά αποφοίτων τριτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Όπως είναι αναμενόμενο, στην Κυψέλη, το ποσοστό των απασχολούμενων μεταναστών και μεταναστριών είναι υψηλό (66,5%), υψηλότερο και από το αντίστοιχο του Δ. Αθηναίων (61,9%).
Και στα Σεπόλια οι αλβανοί αποτελούν την κυρίαρχη ομάδα μεταναστών (69,5% του συνόλου των μεταναστών).
Η γεωγραφική κατανομή τους ανά οικοδομικό τετράγωνο παρουσιάζει (μικρο)συγκεντρώσεις στα ανατολικά, κατά μήκος των γραμμών του τρένου, και στα βορειοδυτικά της συνοικίας, με ποσοστά υψηλότερα του 20%, λόγω φτηνότερου οικοδομικού αποθέματος σ’ αυτά τα σημεία. Αισθητά χαμηλή παρουσία μεταναστών παρατηρείται γύρω από την πλατεία Αγ. Μελετίου και το λόφο Σκουζέ.
Ως προς την κατανομή κατά φύλο, παρατηρείται συνολικά υπεροχή των ανδρών έναντι των γυναικών (52,5% και 47,5% αντίστοιχα), λόγω του πληθυσμιακού βάρους του Αλβανικού πληθυσμού, Σαφής υπεροχή γυναικών, διακρίνεται στις χώρες του πρώην Ανατ. Μπλοκ. (65,4%).
Όπως στην περιοχή της Κυψέλης, και στα Σεπόλια, παρατηρείται υψηλό ποσοστό παιδιών στον Αλβανικό πληθυσμό (18,7%).
Β. Χρήσεις γης
Η παρουσία μεγάλου αριθμού μεταναστών και μεταναστριών στην Κυψέλη αποτυπώνεται με διάφορους τρόπους, στην κατοικία, στα μαγαζιά, στη χρήση του δημόσιου χώρου και των κοινόχρηστων εξυπηρετήσεων, στους ήχους και τις μυρωδιές της πόλης. Η σημαντική παρουσία τους κοντεύει ήδη να συμπληρώσει δύο δεκαετίες και είναι φανερή στο δημόσιο χώρο και τις χρήσεις γης, όπως επισημαίνουν και οι παλιές κάτοικοι που έδωσαν συνέντευξη. ‘Τους αντιληφθήκαμε πιο πολύ στο δρόμο’. Όμως πλέον υπάρχουν αρκετά καταστήματα που λειτουργούν από ή ανήκουν σε μετανάστες. Λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους πολλά απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτούς: τηλεφωνικά κέντρα για την επικοινωνία με τη χώρα προέλευσης (call centers), επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όπως αποστολή χρημάτων στο εξωτερικό (money transfer).
Σε ορισμένα εμπορικά καταστήματα ή καταστήματα τροφίμων με προϊόντα από συγκεκριμένες χώρες, η πελατεία τους αποτελείται από Έλληνες και ξένους.
‘... ο φούρνος ο οποίος ανήκε παλιά σε έλληνες πουλήθηκε σε αλβανούς, οι οποίοι όμως έχουνε δύο φούρνους. Είναι πάρα πολύ καλός φούρνος, μεγάλος, πολύ καλύτερος απ’ ότι τον είχαν οι έλληνες, έχει αναπτυχθεί ας πούμε, με τα πράγματα που έχει μέσα, την ποικιλία, το ψωμί είναι υπέροχο....Και στο πλαϊνό μου έχει μια ΕΒΓΑ ας πούμε, που τη λέγαμε παλιά, ξέρεις... πουλάει γάλα και γαλακτοκομικά και τέτοια, η οποία έχει άλλαξει πάρα πολλά χέρια. Πριν πολλά πολλά χρόνια την είχαν έλληνες, μετά ήρθαν αλβανοί, έχουν αλλάξει τρεις τέσσερις φορές, αλβανοί πάντα...’ (Α.Π.)
Φυσικά υπήρξαν μετανάστες που δούλευαν στα μαγαζιά και αρνήθηκαν να μας μιλήσουν ‘γιατί δεν ήταν εκεί το αφεντικό’, ή άλλοι που προσπάθησαν να μας πείσουν ότι η επιχείρηση είναι ελληνική και οι ίδιοι δεν είναι ξένοι. Επίσης υπάρχουν καταστήματα στα οποία εξωτερικά τίποτα δεν προδίδει ότι ανήκουν σε μετανάστες, ενώ άλλα έχουν επιγραφές σε δύο ή τρεις γλώσσες, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται απαραιτήτως η ελληνική. Σε κάθε περίπτωση, είναι σίγουρο ότι η ύπαρξη καταστημάτων και υπηρεσιών των μεταναστών σημαδεύει τους δρόμους και επαναπροσδιορίζει την εικόνα του αστικού ιστού. Μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται περισσότερο ορατή η παρουσία τους στο χώρο της πόλης και ταυτόχρονα αποκτούν οι ίδιοι σημεία αναφοράς και στάσης στις διαδρομές τους μέσα σ’ αυτήν.
Υπάρχουν δύο κεντρικά περίπτερα πάνω στην πλατεία Κανάρη και ένα ή δύο καταστήματα (καφενείο, ψητοπωλείο) που ανήκουν σε μετανάστες και συνηθίζουν να μαζεύονται τα απογεύματα και τα βράδια
Όσον αφορά τα Σεπόλια, η χρήση και η λειτουργία κάποιων καταστημάτων παραμένει ίδια από τη δεκαετία του 1960, προσαρμόζοντας την αισθητική του χώρου και των προϊόντων στις νέες ανάγκες της αγοράς. Ακόμα και τα δυο κεντρικά περίπτερα της πλατείας διακινούν πλέον και ξένο τύπο.
Υποκαταστήματα για την εξυπηρέτηση των πελατών τους διατηρούν όλες σχεδόν οι τράπεζες. Η προσέλευση των μεταναστών και των μεταναστριών σ’ αυτά είναι συχνή καθώς, εκτός των άλλων συναλλαγών, γίνεται και η μεταφορά χρημάτων στις πατρίδες τους. Ένα Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) και ένα κατάστημα των ΕΛΤΑ αποτελούν τις μόνες δημόσιες υπηρεσίες. Μέσα στα όρια της περιοχής όπου έγινε λεπτομερής απογραφή χρήσεων βρίσκονται δυο παιδικοί σταθμοί, ένας δημόσιος και ένας ιδιωτικός, στο κτίριο του οποίου λειτουργεί και νηπιαγωγείο. Και στους δυο φοιτούν παιδιά μεταναστών.
Διάσπαρτες στον αστικό ιστό, βρίσκονται βιοτεχνίες ρούχων και εργαστήρια φασόν που απασχολούν κυρίως ξένο εργατικό δυναμικό. Οι περισσότερες βιοτεχνίες ανήκουν σε ντόπιους επιχειρηματίες, ενώ κάποια εργαστήρια φασόν ανήκουν σε πακιστανούς και απασχολούν ομοεθνείς τους.
Παράλληλα με τις γραμμές του τραίνου, και στους κάθετους σε αυτήν δρόμους, όπου εντοπίζονται και μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μεταναστών, βρίσκονται οι περισσότερο οχλούσες χρήσεις, όπως συνεργεία αυτοκινήτων.
Τα καταστήματα αναψυχής, ουζάδικα, καφενεία, μπαρ και ψητοπωλεία βρίσκονται συγκεντρωμένα κοντά στην πλατεία του Αγ. Μελετίου. Κάποια λειτουργούν ως στέκια μεταναστών και χώροι εύρεσης εργασίας. Σε μερικά απασχολούνται μετανάστες και μετανάστριες, ενώ η εμφάνιση των μεταναστριών ως θαμώνες είναι περισσότερο εμφανής τους καλοκαιρινούς μήνες.
Γ. Η παρουσία των μεταναστών και μεταναστριών στο κτιριακό απόθεμα και το δημόσιο χώρο με βάση την επιτόπια έρευνα.
Δορυφορικές κεραίες, ‘επέκταση’ της κατοικίας σε κοινόχρηστους χώρους, παρέες που μιλούν γλώσσες άγνωστες, μουσικές και κουζίνες από κάθε γωνιά της γης, μαγαζιά με ταμπέλες ακατανόητες στους ντόπιους, παιδιά που γεμίζουν σχολεία και παιδικούς σταθμούς, μαρτυρούν την παρουσία του πολυεθνικού πλήθους και τις αλλαγές που έχουν συμβεί στη γειτονιά. Το χαρακτήρα και τις αλλαγές αυτές, που καταγράψαμε διεξοδικά κατά την έρευνα πεδίου, παρουσιάζουμε στη συνέχεια εστιάζοντας διαδοχικά στην κατοικία, τα καταστήματα και το δημόσιο χώρο.
Κατά τη διαδικασία της απογραφής των χρήσεων και των κατοικιών, που αποτέλεσε σημαντικό κομμάτι της έρευνας πεδίου, επιδιώξαμε να εντοπίσουμε και τον αριθμό διαμερισμάτων όπου κατοικούν μετανάστες. Το εγχείρημα αυτό αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολο, με βάση την παρατήρηση από το δρόμο. Τα κουδούνια ‘χωρίς όνομα’ ή με ξενόγλωσσα ονόματα, που συνήθως θεωρούνται ένδειξη, δεν αποτελούν ασφαλή πηγή πληροφόρησης για τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας.
Έτσι, χρησιμοποιήθηκε ένας συνδυασμός παρατηρήσεων καθώς και μαρτυρίες κατοίκων,. με βάση τις οποίες υπολογίστηκε ένας ελάχιστος και ένας μέγιστος αριθμός διαμερισμάτων μεταναστών, και στη συνέχεια, μία μέση τιμή.
Μέσα στις κατοικίες των μεταναστών δεν βρεθήκαμε κατά την απογραφή. Αυτό όμως που έγινε φανερό και από το δρόμο, ήταν η στενότητα χώρου, η κατοίκηση των υπογείων.
Αυτοί είναι, φανταζόμαστε, κάποιοι από τους λόγους που οδηγούν στην οικειοποίηση των πιο κοντινών στα διαμερίσματα, κοινόχρηστων χώρων, που δημιουργεί εικόνες ιδιότυπες και πολύ χαρακτηριστικές. Στην Κυψέλη π.χ. στις εισόδους των υπόγειων και ισόγειων διαμερισμάτων, στο νοητό κομμάτι του διαδρόμου που ‘τους ανήκει’, αλλά και στο δημόσιο χώρο που βρίσκεται σε άμεση επαφή, δηλαδή στα πεζοδρόμια, πολλές φορές είδαμε απλώστρες, καρέκλες, ψησταριές.
Ταυτόχρονα, πάμπολλες δορυφορικές κεραίες μαρτυρούν την αγωνία για επαφή με τη χώρα προέλευσης, με ό,τι αυτό σημαίνει: συμφιλίωση του ‘εκεί’ με το ‘εδώ’, ζωντάνεμα αναμνήσεων, επαφή με τη μητρική γλώσσα και τα νέα από την πατρίδα, εικόνες για τα παιδιά που ίσως δεν την έχουν γνωρίσει ποτέ. Εξ άλλου στη προσπάθεια προσαρμογής, δημιουργούν τις δικές τους πρακτικές κατοίκησης του δημόσιου χώρου.
Στα κεντρικά περίπτερα της πλατείας Κανάρη στην Κυψέλη και σε μερικά καταστήματα (καφενείο, ψητοπωλείο) που ανήκουν σε μετανάστες συνηθίζουν να μαζεύονται τα απογεύματα ή τα βράδια. Ακόμη, συχνά είδαμε, σε σημεία διάσπαρτα μέσα στη γειτονιά, μικρές παρέες που συγκεντρώνονται στα πεζοδρόμια κοντά στις εισόδους των πολυκατοικιών, ή έξω από μικρά παντοπωλεία και ‘συζητούν δυνατά στη γλώσσα τους πίνοντας μπύρες’, γεγονός μη αρεστό σε ορισμένους ντόπιους κατοίκους.
‘...Τους βλέπουμε ας πούμε στο δρόμο μαζί, καθότανε συνήθως στα σκαλιά, στα σκαλοπάτια, στο πεζοδρόμιο, έτσι και οι πολωνοί ας πούμε πίνουν και μπύρες.’ (ΑΠ)
Εννοείται ότι αυτός ο τρόπος ‘αναψυχής’ αφορά κατ’ αρχήν τους άνδρες μετανάστες. Για τις γυναίκες, και μάλιστα για τις μητέρες με μικρά παιδιά, η έλλειψη οποιωνδήποτε άλλων ελεύθερων χώρων ή χώρων πρασίνου στη γειτονιά τις οδηγεί κατ’ ανάγκη στις κεντρικές πλατείες και τους ανοιχτούς δημόσιους χώρους.
Ο πεζόδρομος της Φωκίωνος Νέγρη μαζί με την πλατεία Κανάρη αποτελούν τοπογραφικά, αλλά και από άποψη δραστηριοτήτων, την καρδιά της Κυψέλης ως προς το εμπόριο, την αναψυχή, τις υπηρεσίες. Η συνύπαρξη της κατοικίας με μια μεγάλη ποικιλία λειτουργιών συμβάλλει στη συνεχή κίνηση ανθρώπων σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας. Η εικόνα που δίνει ειδικά η πλατεία, είναι εικόνα ενός τόπου ζωντανού και πολύβοου, όπου μετανάστες και μετανάστριες από πολλές χώρες και ντόπιοι συνυπάρχουν. Λιγότερο αισθητή γίνεται η παρουσία τους στα εστιατόρια και τις καφετέριες γιατί είναι ‘πολύ ακριβά’. Παρατηρείται δηλαδή ένας έμμεσος αποκλεισμός συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων από τα καταστήματα που η χρήση τους απαιτεί οικονομική ευχέρεια.
Κατά μήκος της Φωκίωνος Νέγρη η ανάμειξη είναι μικρότερη. Ξεκινώντας από τον άξονα του πεζόδρομου, υπάρχει η ζώνη του πρασίνου, τμήματα της οποίας είναι διαμορφωμένα σε χώρους στάσης και παιχνιδιού και ακολουθούν οι ζώνες κίνησης των πεζών και οι χώροι εκτόνωσης των καταστημάτων που βρίσκονται στα ισόγεια των πολυκατοικιών. Οι οικογένειες των μεταναστών και κυρίως οι γυναίκες και τα παιδιά χρησιμοποιούν αυτούς τους δημόσιους χώρους στάσης και παιχνιδιού.
Όσον αφορά τον τρόπο κατοίκησης των μεταναστών στα Σεπόλια επισημαίνουμε ότι:
Τα απαξιωμένα, από τους έλληνες ιδιοκτήτες τους, διαμερίσματα των πολυκατοικιών της δεκαετίας του ΄70, κυρίως υπόγεια και υπερυψωμένα ισόγεια, νοικιάζονται σε μετανάστες φτηνά καθώς δεν διαθέτουν καθόλου εξωτερικό ζωτικό χώρο, είναι λιγότερο φωτεινά από αυτά των ορόφων και περισσότερο θορυβώδη λόγω της γειτνίασης τους με τον δρόμο. Είναι συνήθως δυάρια ή τριάρια που στεγάζουν οικογένειες συχνά πολυπληθείς. Τα παιδιά που κατοικούν σ’ αυτά λόγω έλλειψης χώρου είτε παίζουν στα όρια των ανοιγμάτων με τον δρόμο στριμωγμένα στα κάγκελα, είτε παίζουν στο δρόμο, τις παιδικές χαρές, τις πλατείες.
Άλλος λόγος υποβάθμισης είναι η απουσία βασικών ανέσεων όπως η κεντρική θέρμανση και το ασανσέρ. Εδώ οι μετανάστες και οι μετανάστριες -κυρίως στο πρώτο στάδιο της προσαρμογής τους στη χώρα μας- βρίσκουν φτηνότερη στέγη και δεν επωμίζονται το κόστος της συντήρησης του ασανσέρ και της θέρμανσης. Υπάρχουν πολυκατοικίες που βρίσκονται σε τόσο κακή κατάσταση - με τους εξωτερικούς σοβάδες να καταρέουν, τους τοίχους γεμάτους υγρασίες, τα κουφώματα σχεδόν κατεστραμένα - που κατοικούνται μόνο από μετανάστες.
Οι μετανάστες και οι μετανάστριες κατοικούν επίσης τις παλιές μονοκατοικίες και τα διώροφα, όσες με το πέρασμα των χρόνων χρειάζονται «γενναία» συντήρηση. Νοικιάζονται είτε σε οικογένειες μεταναστών έναντι χαμηλού ενοικίου με την υποχρέωση της επισκευής ή σε μετανάστες από χώρες της Ασίας (Πακιστάν, Μπαγκλαντές, κ.α) που ζουν πολλοί μαζί πληρώνοντας νοίκι με το «κεφάλι».
Κέντρο της συνοικίας των Σεπολίων είναι η εκκλησία και η πλατεία του Αγ. Μελετίου, πόλος έλξης μεταναστών και ντόπιων και κοινωνικής ζωής, όπου συγκεντρώνονται τα καταστήματα αναψυχής, ουζάδικα, καφενεία, μπαρ και ψητοπωλεία.
Η εικόνα της πλατείας και των γύρω δρόμων αλλάζει ανάλογα με την ώρα. Τα πρωινά παρέες ηλικιωμένων ανδρών, κυρίως ντόπιων, καθισμένοι στα παγκάκια κουβεντιάζουν. Αυτές τις ώρες, συναντάει κανείς μόνο συγκεκριμένες ‘κατηγορίες’ μεταναστών και μεταναστριών άνεργους άνδρες, μητέρες με μικρά παιδιά ή γυναίκες ηλικιωμένες.
Τα απογεύματα η κατάσταση αλλάζει. Στην πλατεία εμφανίζονται οι μετανάστριες, να συνοδεύουν τα παιδιά τους, βρίσκοντας ευκαιρία και οι ίδιες να ανταλλάξουν απόψεις με τις άλλες και να συζητήσουν για τις δουλειές. Στο δρόμο, ακούς γλώσσες που δεν γνωρίζεις, από τα παράθυρα ή τα μπαλκόνια ακούς ομιλίες χωρίς να καταλαβαίνεις τι λένε.
‘...Οι γυναίκες κάθονται αντί στις καρέκλες στα πεζοδρόμια όπως παλιά, στις καρέκλες στα μπαλκόνια και μιλάνε με τις απέναντι. Πλέκουν, έχουν τα παιδιά τους και μιλάνε η μια με την άλλη σε γλώσσα που δεν ξέρουμε’. (Ν.Μπ)
Τις μέρες των αργιών η συνοικία σφύζει από ζωή και η παρουσία των μεταναστών είναι ιδιαίτερα φανερή στους δρόμους και την πλατεία. Τη μέρα της λαϊκής ξεχωρίζει κανείς τις διαφορετικές εθνότητες.
‘Στις λαϊκές αγορές φαίνεται η ποσόστωση των λαών που είναι στη γειτονιά. Μισή - μισή. Βλέπεις και άλλα σωματότυπα. Βλέπεις και τους πλούσιους και τους φτωχούς. Τους ξεχωρίζεις και από το ωράριο. Πρωί, μεσημέρι και όταν κλείνουνε. Οι φτωχοί ψωνίζουν στο τέλος που έχουν πέσει οι τιμές και υπάρχουν προσφορές ή μαζεύουν αυτά που πετάνε.’ (Ν.Μπ.)
Η ενορία της εκκλησίας του Αγ. Μελετίου δραστηριοποιείται έντονα στην περιοχή. Στο πλαίσιο της φιλανθρωπίας, υποκαθιστώντας το σχεδόν ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας έχει δημιουργήσει ένα κέντρο νεότητας, μια στέγη απόρων και ένα οικοτροφείο διαμορφώνοντας ένα ‘σημείο αναφοράς’, ακόμη και για τον αλλόθρησκό μεταναστευτικό πληθυσμό, που προσεγγίζει τις εκκλησιαστικές δομές πιθανόν ως μια στρατηγική κοινωνικής ένταξης.
5- Συμπεράσματα
• Η μακρόχρονη πλέον συμβίωση με τους ντόπιους συνηγορεί στην άποψη ότι δεν υπάρχει γεωγραφική απομόνωση των μεταναστών, υπάρχει κάθετη κοινωνική διαφοροποίηση στο κτιριακό απόθεμα. Οι μετανάστες της Κυψέλης και των Σεπολίων ζουν στα μικρά υπόγεια διαμερίσματα και στους χαμηλούς ορόφους των παλαιών πολυκατοικιών, ενώ στους ανώτερους ορόφους και τα ρετιρέ παραμένουν ευπορότερα νοικοκυριά ντόπιων.
• Λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης μεταναστευτικού πληθυσμού και ποικιλίας εθνοτήτων στην Κυψέλη γίνεται ιδιαίτερα αισθητή η παρουσία τους στο δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, σε αντίθεση με τα Σεπόλια όπου η ιδιαιτερότητα της σύνθεσης του μεταναστευτικού πληθυσμού (πακιστανοί, ινδοί κ.λ.π) καταγράφεται ειδικότερα στο χώρο των βιοτεχνιών και των εργαστηρίων φασόν.
• Ως προς τον τρόπο χρήσης και οικειοποίησης του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές. Εν τούτοις λόγω της διαφορετικής σύνθεσης του ντόπιου πληθυσμού στα Σεπόλια που διαμόρφωσε λιγότερο ακριβούς τόπους αναψυχής υπάρχει μεγαλύτερη ευχέρεια πρόσβασης στους χώρους αυτούς και από το μεταναστευτικό πληθυσμό.
• Ιδιαίτερα αισθητή γίνεται η παρουσία των μεταναστριών στις παιδικές χαρές και τις πλατείες.
• Λόγω της ιδιαίτερης σύνθεσης του κτιριακού αποθέματος των δυο περιοχών ο εθνοτικός και χωρικός διαχωρισμός εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους.
• Οι διαφοροποιήσεις στην ιστορική, κοινωνική και οικιστική εξέλιξη των δυο περιοχών οδηγούν σε διαφορετικούς τρόπους σταδιακής ενσωμάτωσης του μεταναστευτικού πληθυσμού στη κάθε μια από τις δυο περιοχές μελέτης.
• Οι καθημερινές ανάγκες και κυρίως η στενότητα ζωτικού χώρου κατοίκησης σε συνδυασμό με την ανυπαρξία στοιχειωδών ανέσεων στα υπόγεια ή υπερυψωμένα ισόγεια διαμερίσματα, οδηγούν τους μετανάστες στην επέκταση των δραστηριοτήτων έξω απ’ αυτά.
Τελειώνοντας, υποθέτουμε πως δεν είναι εύκολο να ισορροπείς ανάμεσα σε δυο χώρες και δυο γλώσσες. Και δεν ξέρουμε πόσο είναι, ή δεν είναι πια, ‘ξένοι’.
(έρευνα από την Λαμπρινή)