Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Πρόταση Θωμά

Θεματικός Άξονας : Πολυπολιτισμικότητα και καθημερινότητα. Διαμόρφωση νέων συνθηκών από τις ανάγκες των νέων πληθυσμών. Κατάλοιπα μιας άλλης καθημερινότητας. Διάλογος. Οικιστικό περιβάλλον που στεγάζει τα πολιτισμικά μέρη. Μέλλον παιδεία – παιδιά . Μωσαϊκό ή κυψέλη μέσα σε μια ευρύτερη κυψέλη.

Κυψέλη μελισσών. Πολλές μέλισσες μπαίνουν σε συστάδα από κερήθρες. Αεροφωτογραφία ή πλάνο της περιοχής κυψέλης αναδεικνύοντας την πυκνή δόμηση . Υποκειμενικά πλάνα της σχέσης κτίριο άνθρωπος. Μιλιούνια από αυτοκίνητα που κατεβαίνουν το δρόμο βράδυ, ανάμεσα παρέες από διαφορετικά έθνη συγκεντρώνονται στα πεζοδρόμια, γρήγορες χαρακτηριστικές εικόνες.
Μαύρο.
Μέρα, ο κόσμος κατεβαίνει γρήγορα για τις δουλειές του την οδό Κυψέλης. Λεωφορεία γεμίζουν, στενά δρομάκια χωρίς πεζοδρομία κτλ . ένας περαστικός στέκεται μπροστά από μια εφημερίδα σε κάποιο περίπτερο. Είναι τα νέα της Κυψέλης, είναι Παρασκευή.
Την ίδια στιγμή στον τέταρτο όροφο ενός νεοκλασικού, μια τριμελής οικογένεια ετοιμάζεται να ξεκινήσει τη μέρα της. Έμφαση δίνεται περισσότερο στο φυσικό ήχο των καθημερινών πράξεων τους όπως για παράδειγμα μια τηλεόραση που ανοίγει , ένας καφές που φτιάχνεται, ένα ψυγείο ανοίγει, μια σελίδα της εφημερίδας που γυρίζει, ησυχία , ρούφηγμα καφέ , μια τυπική συζήτηση από το ζευγάρι , η πόρτα του μπάνιου κλείνει μέσα είναι η Αλίκη που βουρτσίζει τα δόντια της . Για πρώτη φορά ακούμε την υποκειμενική φωνή της κάμερας να λέει - <καλημέρα Αλίκη>, χαμογελάει, παίρνει το πρωινό της όπου θα μπορούσε να εξελιχθεί ένας υποτυπώδεις διάλογος σε κάποιο θέμα ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και την κάμερα. Η Αλίκη όμως έχει αργήσει και πρέπει να πάει σχολείο, φορά την τσάντα της και βγαίνουμε έξω μαζί της . Στο δρόμο μας λέει για το σχολείο της την Γκράβα. Αφήνοντας την αφήγηση να συνεχίζεται δείχνουμε πλάνα από το σχολείο . Το σχολείο αυτό είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στην Ελλάδα του πολυεθνικού όσον αφορά τη σύσταση (και όχι την εκπαίδευση σχολείου). Εικόνες από παιδιά που παίζουν διάφορα παιχνίδια και προσπάθεια αποκάλυψης μέσα από τις εικόνες του δικού τους τρόπου επικοινωνίας και τις ανταλλαγής πολιτισμικών στοιχείων, κάποιοι διάλογοι, κινήσεις, φασαρία, η φασαρία διακόπτεται από τη φωνή της δασκάλας που παραδίδει μάθημα. Μένουμε λίγο εκεί. Η δασκάλα αντιπροσωπεύει την νέα γενιά ηλικιακά των εκπαιδευτικών. Το κουδούνι χτυπάει, τα παιδία φεύγουν, είναι απόγευμα, η δασκάλα ετοιμάζει τα πράγματα της στην άδεια αίθουσα, περπατάμε μαζί της στο δρόμο για το σπίτι της. Εκεί μας λέει την άποψη της για τη δουλεία της, τις δυσκολίες και τις χαρές να δουλεύεις ένα τόσο ετερόκλητα πολιτισμικά υλικό, αλλά και για τα πειράματα των τελευταίων χρόνων στη Γκράβα και την κατάληξη τους. Φτάνουμε σπίτι της. Το σπίτι είναι σε μια χαρακτηριστική πολυκατοικία του'80 στο δεύτερο όροφο, αφήνουμε τον ήχο μόνο του χώρου , την παρακολουθούμε ενώ μας έχει ξεχάσει σε πιο γενικά πλάνα .
… θεωρώ ότι λείπει κάποιος χαρακτήρας για να κλείσει η Παρασκευή όπως πχ ο καλλιτέχνης που μπορεί να προετοιμάζεται για την παράσταση του το βράδυ…
Η αυλαία πέφτει , σκοτάδι…
Ξημερώνει παρακολουθούμε τους υπόλοιπους κάτοικους της πόλης όπως τα περιστέρια , οι σκύλοι , οι γάτες , οι κατσαρίδες …
Ακτινωτή ρόδα κυλάει σιγά σιγά σε πλακόστρωτο . Το πλάνο αποκαλύπτει ένα αναπηρικό καροτσάκι με έναν κύριο επάνω του και μια κυρία που το σέρνει . Είναι πρωί . Ο Θανάσης είναι κάτοικος του ιδρύματος και όπως κάθε πρωί βγαίνει έξω μήπως και κάποιος προθυμοποιηθεί να τον πάει βόλτα . Η Κωσταντίνα βγαίνει από το σπίτι της κάθε πρωί στης 8 και πολλές φορές φροντίζει να ξυπνήσει 10 λεπτά νωρίτερα για να πάει μια βόλτα τον Θανάση. Αφού πρώτα μας συστηθεί ο Θανάσης με τον τρόπο του, ακούμε την Κωσταντίνα να μας μιλά για τον πεζόδρομο , τη σχέση των κατοίκων με το άσυλο, μα σταματάει τη σκέψη της μιας και δεν μπορεί να διασχίσει τον δρόμο από τα παρκαρισμένα αμάξια που εμποδίζουν το αναπηρικό καροτσάκι.. Προσπάθειες μάταιες ήχοι αυτοκίνητων, φασαρία, κόσμος τσακώνεται, εικόνες από ρόδες που πατάνε φρένο. Το πλάνο σταθεροποιείται. από το απέναντι πεζοδρόμιο φούρνος. Κόσμος μπαίνει, βγαίνει. Είμαστε μέσα παρακολουθούμε τον φούρναρη να εξυπηρετεί έναν πελάτη δίνοντας τα ρέστα σε αυτόν, εφορμούμαστε της ησυχίας και τον ακούμε να μας λέει την άποψη του για το πολιτισμικό μωσαϊκό της κυψέλης (συνήθως οι φούρνοι έχουν επαφές καθημερινά με ένα αντιπροσωπευτικό των αναλογιών κομμάτι της γειτονίας, λόγω του προϊόντος που εμπορεύονται). Τον διακόπτει όμως μια πελάτης που θέλει ψωμί. Αυτή είναι αφρικάνικης καταγωγής και τη λένε Ντούνια, προθυμοποιείται να μας πάει βόλτα, συναντάμε τις φίλες της στο αφρικάνικο κομμωτήριο οπού διασκεδάζουν με μια ελληνίδα που πήγε να κάνει κοτσιδάκια . Τελικά καταλήγουμε σπίτι της. Το σπίτι της είναι λίγο πιο στενό αναλογικά με αυτό της δασκάλας και ισόγειο. Η Ντουνιά μας μαγειρεύει ένα αφρικάνικο φαγητό εξιστορώντας μας καθημερινές συνήθειες στην πατρίδα της, που εγκατέλειψε προσαρμοζόμενοι στο πολιτισμικό μοντέλο της κυψέλης. Το φαγητό είναι έτοιμο, όλοι η οικογένεια έχει έρθει και ετοιμάζεται για φαγητό, αφήνουμε τον φυσικό ήχο (οι μεταξύ τους ομιλίες στη γλώσσα τους). Τρώνε όλοι και ετοιμάζονται να επισκεφτούν την διοργάνωση του συλλόγου αφρικανών γυναικών στην ανοιχτή αγορά κυψέλης. Εδώ θα συναντήσουμε πολύ κόσμο της γειτονιάς. Θα εξετάσουμε την ανταπόκριση και την συνδιαλλαγή ολόκληρης της γειτονιάς στα καλέσματα μιας επιμέρους κοινότητας. Εκεί θα γνωρίσουμε και το Βαγγέλη 45χρονων, όπου πίνοντας το ποτό του μας περιγράφει την κατάσταση στην αυτοδιαχειριζόμενη κατάληψη κατοίκων στην αγορά της κυψέλης. Μας δίνει στοιχεία για την ίδρυση της, συνοψίζει τα μέχρι τώρα αποτελέσματα και σκιαγραφεί το μέλλον των αυτοδιαχειριζόμενων χωρών. Είναι Σάββατο βράδυ. Η Φωκίωνος Νέγρη είναι γεμάτη κόσμο που έχει φορέσει τα καλά του ή όχι. Φώτα έξω από τα μαγαζιά.
Ακολουθούμε ζευγάρια, παιδιά κάθονται στα κάγκελα, ηλικιωμένοι στα παγκάκια ή το αντίστροφο. Ένα από αυτά τα παιδιά είναι ο Αντώνης, 35 χρονών από την Αλβανία. Τον ακολουθούμε. Μας λέει πως έφτασε στην Κυψέλη, πως την βλέπει ο ίδιος και γιατί επέλεξε να μείνει μόνιμα εκεί, μας περιγράφει τις δυσκολίες που έζησε σαν οικονομικός μετανάστης και τις συνθήκες διαβίωσης τον πρώτο καιρό στην Ελλάδα. Μας πηγαίνει σε ένα εστιατόριο. Μέσα διάφορος κόσμος, το εστιατόριο είναι από τα παλιά της Κυψέλης και ανήκει στο κύριο Τάσο. Μπορεί να μας πει, ετοιμάζοντας ένα φαγητό, για τα πιάτα που η κάθε τάξη ή η κάθε επιμέρους κοινότητα αρέσκεται να παραγγέλνει. Το πιάτο προορίζεται για την κύρια Ελένη, καλοφτιαγμένη κύρια 60 ετών μέσω αυτής θα γνωρίσουμε μια άλλη Κυψέλη από το παρελθόν και ένα κομμάτι αστών κατοίκων που διατηρούν την καθημερινότητα τους δεκαετίες τώρα. Αλλάζουμε χώρο με την κύρια Ελένη και βρισκόμαστε σε ένα δωμάτιο με συνομήλικες της κυρίες όπου παίζουνε χαρτιά, μια ασχολία που δεν άφησαν ποτέ (ή κάτι παρόμοιο) .
Ξημερώνει Κυριακή. Παλιοί ηλικιωμένοι κάτοικοι της Κυψέλης φορώντας το κουστούμι τους πίνουν καφέ στη Φωκίωνος (κυριακάτικη εφημερίδα). Στους δρόμους παρέες μεταναστών χαίρονται την αργία. Ένα σώμα στέκεται γυρισμένο ανάποδα, σε μια στάση όπου αποτυπώνει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ενός κτιρίου στο βάθος. Σηκώνεται κανονικά και προχωράμε δίπλα του. Γιάννης το όνομα του, είναι ένα παιδί 15 ετών, μιλάει σπαστά ελληνικά και πάει να βρει τα φιλαράκια του στη πλατειά, μιλάει όχι σα συνέντευξη σε ένα μεγάλο αλλά σαν σε ένα συνομήλικο φίλο του. Δε μας ενδιαφέρει καν από ποια χώρα είναι . Φτάνουμε στην πλατειά στα δικαστήρια όπου δεκάδες παιδιά παίζουν. Βρίσκουμε την παρέα του που μαζεύεται, χαιρετισμός .  Break dance, skateboard, μουσική από φορητό σύστημα … μέσα στο πλήθος των παιδιών και των διαφορετικών εθνοτήτων είναι και η Αλίκη που γνωρίσαμε πρώτη, τη χαιρετάμε. Πανοραμικό της πλατειάς με τα παιδιά, τέλος με μέλισσες και κυψέλες, είναι τόσο ίδιες από μακριά, τόσο διαφορετικές από κοντά.

Φαντάζομαι το μοντάζ αρκετά γρήγορο αφιερώνοντας στα πρόσωπα 2-5 λεπτά. Οι διάλογοι δεν είναι ούτε βαθιοί ούτε περιμένουμε κάποια φοβερή ανάλυση από αυτούς, απλά και μόνο καθημερινότητα. Μια καθημερινότητα όπου η Κυψέλη αλλάζει δραματικά από σπίτι σε σπίτι από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο .
Οι ιστορίες είναι ενδεικτικές και μπορούν να προσθαφαιρεθούν ή να δουλευτούν.

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Βόλτα 20.12.2008

Μετά τα νέα δεδομένα του χθεσινού μαθήματος είπαμε να βρεθούμε για μια βόλτα. Τελικά ήρθαν μόνο 2. Ξεκινήσαμε από την την Δημοτική Αγορά. Γνωρίσαμε την Κατερίνα, που είναι Διαμερισματική Σύμβουλος και ανακατεύεται και με τα διοικητικά της Αγοράς. Μας παρέπεμψε στην Ιωάννα που τρέχει τα μαθήματα. Η Ιωάννα μας ξενάγησε και έδειξε ανοικτή. Σε περίπτωση που χρειαστούμε να συντονίσουμε κάποιο γύρισμα είναι ο άνθρωπος μας για τα σχετικά (άδεια, συντονισμός κλπ.). Μάθαμε ότι αύριο Κυριακή θα είναι η τελευταία εορταστική εκδήλωση για τα Χριστούγεννα με πώληση δώρων από μαθητές σχολείων. Καλό είναι να βρεθούν κάποιοι από εμάς. Επίσης μάθαμε ότι τα μαθήματα ξεκινούν από 5 Ιανουρίου πάλι. Η φωτογραφία είναι από την αίθουσα διδασκαλίας και μας έδωσε αρκετά ερεθίσματα για ένα γύρισμα μαθήματος ελληνικών, γερμανικών ή ότι άλλο προκύψει.

Συνεχίσαμε προς τα πάνω την Φωκίωνος Νέγρη. Προσπεράσαμε το Foka Negra, όπου έμαθα από την Λαμπρινή ότι είχε γίνει μία συνάντηση κάποια στιγμή από μια ομάδα δικών μας εκεί. Μαζί με την παρέα ήταν και η Κωνσταντίνα (φίλη της Λαμπρινής) η οποία έμενε μέχρι πρόσφατα στην Κυψέλη αλλά συνεχίζει να δουλεύει επί της Φωκίωνος. Η Κωνσταντίνα είναι ένας άνθρωπος, που μπορεί να μας δώσει πληροφορίες και ενδιαφέρεται να συμμετάσχει κιόλας. (μήπως αυτά θα μπορούσαν να έχουν κοινoποιηθεί πιο νωρίς;).

Πιο πάνω βρήκαμε έναν περιπτερά τον Γιώργο. Σαραντάρης από την Αλβανία ήρθε πριν 20 χρόνια στην Ελλάδα. Ζει στην Κυψέλη με την γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. Το περίπτερο είναι δίπλα στο σπίτι και απέναντι από το σχολείο. Μιλάει καλά ελληνικά και είναι ευχάριστος. Μας συμπάθησε. Μιλώντας φθάσαμε στην ιδέα, ότι θα μπορούσαμε να δούμε από την οπτική του (υποκειμενικό του Γιώργου) όλη την πελατεία που γνωρίζει. (ναι, μαντέψατε σωστά, η προβολή του "Lift" χθες έκανε την δουλειά της). Βρήκαμε μάλιστα που θα σταθεί ο κάμεραμαν και ποια πράγματα θα βγουν για να σταθεί η κάμερα.

Γυρίζοντας περάσαμε μπροστά από το παλιό φωτογραφείο Elit. Η Λαμπρινή αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να κάνει κάποιος σήμερα μέσα σ' αυτό το μαγαζί. Φαντάζομαι να φωτογραφηθεί, της είπα απλά. Και συνέχισα διαισθανόμενος μία ιδέα που ερχόταν, ότι μάλλον δεν θα εμφανιζόταν κάποιος τύπος με καμμιά ψηφιακή μηχανή για τις φωτογραφίες ταυτότητας που τις παίρνεις σε 3 λεπτά. Της πρότεινα να "σκηνοθετήσουμε" μία φωτογράφιση της, εν γνώση βέβαια και του φωτογράφου (αν όντως ισχύει αυτό που φανταστήκαμε). Μία κλασσική φωτογράφιση με ανεστραμένες ομπρέλες, φώτα και όλα τα παλιά μεγαλεία, όπου το μνημονικό του καλλιτέχνη απαριθμεί όλες τις διάσημες φάτσες που παρήλασαν μπροστά από τον φακό του, μαζί με γουστόζικες ιστορίες. Ωραία ευκαρία αρχειακού υλικού για την ενότητα ιστορία / διάσημοι.

Χωρίσαμε δίνοντας ραντεβού για αύριο στο πανηγύρι της Δημοτικής Αγοράς. Κάλλιο αργά παρά ποτέ...

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Κινηματοθέατρα (λίστα)

Βιομηχανία διασκέδασης έγινε η Φωκίωνος Νέγρη

Ενας από τους παλαιότερους πεζόδρομους της Αθήνας, η θρυλική Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη, τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε πραγματικό εφιάλτη για τους κατοίκους της. Ηχορρύπανση, ανυπαρξία ελεύθερου χώρου, σκουπίδια, δίκυκλα παρκαρισμένα στις εισόδους των σπιτιών, σπασμένες πλάκες πεζοδρομίων και παντός είδους παρανομίες πάνω σε ένα δρόμο που παρά τα όσα δυσάρεστα συμβαίνουν συνεχίζει να κατοικείται από «πεισματάρηδες» επώνυμους αστούς, που δεν θέλουν να χαρίσουν αυτή την παλιά και γοητευτική γωνιά της Αθήνας στους πάσης φύσεως παρανόμους. Ο ιστορικός δρόμος, που στα τραπεζάκια του φιλοξένησε την ελίτ της ελληνικής διανόησης, στέκι για πολλά χρόνια των Ελλήνων ηθοποιών, γωνιά σημαντική για τους καλλιτέχνες του νέου κύματος, σήμερα έχει μετατραπεί σε βιομηχανία διασκέδασης. Τουλάχιστον οκτώ μπαρ και έξι εστιατόρια με τα τραπεζοκαθίσματα απλωμένα παντού εμποδίζουν τους κατοίκους ακόμη και να μπουν στα σπίτια τους. Ο χώρος «έχει καταντήσει σχεδόν αδιάβατος και εξαιτίας των πάσης φύσεως δικύκλων που κυκλοφορούν από τις απογευματινές ώρες ώς τα μεσάνυχτα συχνά με ταχύτητα επικίνδυνη για τη σωματική ακεραιότητα των πεζών», λέει στην «Κ» ο κ. N. Kαταπόδης, πρέσβης ε.τ., που κατοικεί στη Φωκίωνος Νέγρη από το 1987. «Σταθμεύουν στις εισόδους των πολυκατοικιών και στα στενά πεζοδρόμια των γειτονικών δρόμων με αποτέλεσμα να χρειάζονται ακροβατικές ικανότητες για να περάσει κανείς από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο. Θα ενδιαφερθεί κάποτε κάποιος για τη βελτίωση αυτής της κατάστασης;», διερωτάται ο κ. Κοταπόδης.


«Κωφεύουν» οι αρμόδιοι


Οι κάτοικοι, επί 18 χρόνια, αλληλογραφούν με τον εκάστοτε δήμαρχο. Εχουν εισηγηθεί να σταματήσει η δημοτική αρχή να χορηγεί καινούργιες άδειες μπαρ και παράταση του ωραρίου για τη μουσική. Αντί να εισακουστούν, τον Νοέμβριο, από το 6ο διαμέρισμα του Δήμου της Αθήνας υπεγράφησαν καινούργιες άδειες και παράταση λειτουργίας μουσικών οργάνων μέχρι την 3η πρωινή (στην πραγματικότητα η μουσική κλείνει πολύ αργότερα). Ούτε οι έγγραφες διαμαρτυρίες προς τον δήμο ούτε οι κλήσεις προς τη δημοτική αστυνομία και την ΕΛ.ΑΣ. έχουν φέρει αποτέλεσμα. Οπως επιβεβαιώνει ο κ. Κ. Ε. Δαρατζίκης, πρεσβευτής ε.τ., «στο πιο κεντρικό σημείο του πεζοδρόμου λειτουργεί cafeteria - night club, με μουσική στη διαπασών όλη τη νύχτα μέχρι της 5ης πρωινής. Και οι δύο δήμαρχοι προθύμως επελήφθησαν προσωπικά του προβλήματος, αλλά δυστυχώς πάντοτε, κάπου, η διακοπή της ηχορρύπανσης προσέκρουε σε “γραφειοκρατικά” εμπόδια».

Η κατάληψη των πεζοδρομίων από μικροπωλητές πάσης φύσεως είναι η δεύτερη μεγάλη πληγή του δρόμου. Αν και ο δήμος επιτρέπει την κατάληψη μόνο 80 εκατοστών του πεζοδρομίου, εκείνοι το καταλαμβάνουν εξ ολοκλήρου.


Λειτουργούν χωρίς άδειες


Τα καταστήματα λειτουργούν στη μεγάλη τους πλειονότητα χωρίς τις κατάλληλες άδειες. Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια λειτουργεί καφεκοπτείο χωρίς σχετική άδεια από την πολεοδομία και –παρά τα πρόστιμα– έχει εξελιχθεί και σε παρασκευαστήριο καφέ (με καμινάδα που διέρχεται παρανόμως από τον φωταγωγό της πολυκατοικίας). Πρόστιμα ενίοτε επιβάλλονται, αλλά είναι τόσο μικρά (στη συγκεκριμένη περίπτωση ο επιχειρηματίας πλήρωσε στον δήμο 750 ευρώ), που οι παραβάτες αποθρασύνονται.

«Η νομαρχία δεν καταφέρνει να περιορίσει τις αυθαιρεσίες, αφού, όταν οι υγειονομικές της υπηρεσίες εντόπισαν παράνομο απαγωγικό σωλήνα μέσα στον φωταγωγό πολυκατοικίας, που δημιουργούσε τεράστια προβλήματα δυσοσμίας, δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να κοινοποιήσει το πρόβλημα στον δήμο. Ο δήμος με τη σειρά του έκλεισε αυτιά και μάτια, απέχοντας για άλλη μία φορά από τα ζέοντα προβλήματα των κατοίκων», λέει στην «Κ» η κ. Χρυσούλα Γεωργουλοπούλου-Παππά, εκπρόσωπος του Συλλόγου «Οι φίλοι της Κυψέλης».

Να σημειωθεί ότι με προσπάθειες του συλλόγου σώθηκε την τελευταία στιγμή η παλιά δημοτική αγορά της Κυψέλης, κτίσμα του 1935, που προοριζόταν για πολυώροφο γκαράζ. Οι κάτοικοι προσέφυγαν στο υπουργείο Πολιτισμού και το κτίριο –με ταχύτατες διαδικασίες– κηρύχθηκε διατηρητέο.


Μένης Κουμανταρέας,  Σώστε τη Δημοτική Αγορά Κυψέλης


«Κάθε πρωί που ανοίγω το παράθυρό μου, το πρώτο πράγμα που αντικρίζω είναι η Δημοτική Αγορά, το ωραίο αυτό κτίριο που η πρόσοψή του δίνει στη Φωκίωνος Νέγρη. Το βλέπω παλιωμένο, αλλοιωμένο, κλειστό, ετοιμόρροπο, περιτριγυρισμένο από τους κάδους των σκουπιδιών, ξέχειλους πάντα, απειλητικούς στην όψη και την όσφρηση. Κι όπως κατεβαίνω τις σκάλες του σπιτιού μου, το σπασμένο πεζοδρόμιο της οδού Ζακύνθου με υποδέχεται πανηγυρικά. Δεν είναι το μόνο πεζοδρόμιο στην Κυψέλη. Γι’ αυτό και οι περαστικοί δεν διστάζουν να το αποτελειώσουν. Ρίχνουν χαρτιά, αποφάγια, σκουπίδια, και οι σκύλοι δεμένοι στα λουράκια τους, το περιποιούνται δεόντως κι αυτοί. Καμιά αστυνόμευση της δημοτικής αρχής, καμιά φροντίδα. Δεν είμαι λάτρης του παλιού, δεν ονειρεύομαι την παλιά Αθήνα. Κάθε τόπος υφίσταται τις μεταμορφώσεις που ο χρόνος και η χρήση τις δικαιώνει. Με ετούτο το χάλι, εμένα, που έχω τη φήμη αθηναιογράφου και αθηναιολάτρη, που ακόμη και το κιτς καμιά φορά δεν μ’ ενοχλεί, εμένα τουλάχιστον με πονά. Φτιάξτε μας σας παρακαλώ την αγορά, ας δώσει αυτή ένα παράδειγμα στη γύρω περιοχή. Κάντε την πολιτιστικό κέντρο, θέατρο, αγορά με την αρχαία έννοια, κάντε την κάτι όμορφο και χρήσιμο. Μην αφήσετε το ιστορικό αυτό κτίριο να ερειπωθεί. Δήμος, υπ. Πολιτισμού, όποιος είναι αρμόδιος, ας το φροντίσουν. Χαρίστε του μια δεύτερη νεότητα, κάντε το χρήσιμο στους πολίτες και κόσμημα αυτής της γειτονιάς. Οι νέοι που μεγαλώνουν τώρα θα σας ευγνωμονούν κι οι μεγάλοι σε ηλικία που μαραζώνουν τώρα, ας χαμογελάσουν κι αυτοί».

Ο κ. Μένης Κουμανταρέας είναι συγγραφέας.


Μιχαήλ Δεκλερής, Σεβασμός στον ελεύθερο χώρο


«Μένω στη Φ. Νέγρη περισσότερα από 50 χρόνια. Ο δρόμος δεν έχει χάσει μόνο την παλιά του αίγλη, αλλά έχει εμφανίσει –όπως λέγεται– σοβαρότατα προβλήματα οικιστικού περιβάλλοντος. Εν πρώτοις, η πληθώρα των καταστημάτων ψυχαγωγίας (καφετέριες, μπαρ, εστατόρια κ.λπ.) έχει μεταβάλει ολόκληρη τη Φ. Νέγρη σ’ ένα απέραντο καφενείο. Χωρίς υπερβολή, τα καλοκαιρινά βράδια λειτουργεί εκεί μια κωμόπολη 2.000 - 3.000 κατοίκων. Μπορείτε να φανταστείτε τον συνωστισμό, την οχλοβοή και τον θόρυβο. Και αυτό κατά παράβαση της νομολογίας του ΣτΕ, που έχει πει ότι μεταξύ δύο παρομοίων καταστημάτων σε κοινόχρηστο χώρο πρέπει να παρεμβάλλεται ελεύθερος χώρος τουλάχιστον 100 μέτρων. Ο πεζόδρομος δεν γίνεται σεβαστός· μοτοποδήλατα αλλά και αυτοκίνητα κυκλοφορούν και σταθμεύουν κατά βούλησιν παντού. Τα μικρά παιδιά κινδυνεύουν. Θα πρέπει να προστεθεί ακόμη και το μικροεμπόριο των παράνομων μεταναστών, που περιορίζει επιπλέον τον ελεύθερο χώρο. Ολα αυτά αποτελούν παράνομη ιδιοποίηση ελεύθερου κοινόχρηστου χώρου, πράγμα που σημαίνει ανεπαρκή και αναποτελεσματική αστυνόμευση. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η κοινοχρησία και η πεζοδρόμηση αποβαίνει εις βάρος των κατοίκων του δρόμου, ενώ ακριβώς το αντίθετο είναι η πρόθεση του θεσμού, δηλαδή η βελτίωση των όρων διαβίωσης. Οι αρμόδιοι οφείλουν να επέμβουν».

Ο κ. Μιχαήλ Δεκλερής είναι πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας, αντιπρόεδρος του ΣτΕ ε.τ.


Της Εφης Χατζηιωαννιδου

O αργός θάνατος του Σινέ Πατησίων

H παρακμή της μεγαλύτερης κινηματογραφικής πιάτσας της Aθήνας αποτυπώνει την κρίση της μεμονωμένης αίθουσας

Παρασκευή, νωρίς το απόγευμα, στην είσοδο του Aελλώ, μία σκηνή που έχω να δω πολλά χρόνια. Mεμονωμένοι θεατές κόβουν το εισιτήριό τους· ούτε ένα ζευγάρι στον ορίζοντα. Eνας εικοσάχρονος χαζεύει το περιοδικό του, μία περιποιημένη κυρία μπαίνει βιαστικά στα ενδότερα του συνοικιακού μίνιπλεξ. Eχουν αφήσει πίσω τους το απογευματινό μούχρωμα της Πατησίων, τις πρώτες χριστουγεννιάτικες βιτρίνες, το πήγαινε έλα των τρόλεϊ.

Δεν φανταζόμουν ότι υπάρχει κόσμος που πηγαίνει σινεμά στις πέντε το απόγευμα. Nα μία όψη της αθηναϊκής ζωής που είχα διαγράψει, καταχωρισμένη στις συνήθειες ενός αλλοτινού βίου, πολύ πριν από τα κυλιόμενα ωράρια και τα πριμ παραγωγικότητας. Eίμαι αυτόπτης μάρτυρας μιας «επαρχιακής» Aθήνας, όταν ο κόσμος δούλευε μέχρι τις 3 το μεσημέρι, έτρωγε στο οικογενειακό τραπέζι, έριχνε έναν υπνάκο κι αν του έκανε κέφι πεταγόταν ώς το σινεμά της γειτονιάς για να δει τι παίζει. Δεν χρειάζεται παρά να κάνω δύο βήματα, από την Aγίου Mελετίου ώς την πλατεία Aμερικής, για να ξυπνήσω στο 2005. Tο Aττικα, αυτή η οικεία μικρογραφία αμερικανικού σινεμά, με υποδέχεται σκοτεινό· η φωταγωγημένη του μαρκίζα δεν άναψε τον Σεπτέμβριο. H εταιρεία διανομής Ama Films αποχώρησε, ύστερα από μία ιδιαίτερα άσχημη σεζόν.

Στην ίδια απόφαση οδηγήθηκε και η Playtime· το περυσινό «πείραμα» με τη νεκρανάσταση του θρυλικού Στούντιο δεν πέτυχε. Aπό τον Σεπτέμβριο του 2004 έως την περασμένη άνοιξη κόπηκαν όλα κι όλα 10.500 εισιτήρια· όσα κόβει το Village ένα μέτριο Σαββατοκύριακο. Kαι το Studio Nοvo, όπως είχε μετονομαστεί, έβαλε λουκέτο πρoτού καλά καλά ξεκινήσει η διαγραφόμενη νέα εποχή· και τα φιλόδοξα σχέδια της Playtime για μία δεύτερη αίθουσα έμειναν όπως ήταν φυσικό στα χαρτιά.

Πέρυσι, είχε κλείσει το Pάδιο Σίτι, σήμα κατατεθέν της Πατησίων. Mαζί, κατεδαφίστηκε και το γειτονικό θέατρο Kαλουτά· στη θέση τους ανεγείρεται σούπερ μάρκετ «A-B Bασιλόπουλος».

Aττικα, Στούντιο, Pάδιο Σίτι, Aθηνά... Ολα έκλεισαν. Για πολλούς είναι ο επιθανάτιος ρόγχος της μεγαλύτερης κινηματογραφικής πιάτσας που γνώρισε ποτέ η Aθήνα. Kαι δεν φαίνεται να έχουν άδικο. Aπό τους 28 κινηματογράφους των αρχών της δεκαετίας του '80 κατρακυλήσαμε φέτος για πρώτη φορά σε μονοψήφιο νούμερο: εννέα επιβιώνουν, εκ των οποίων οι τέσσερις θερινοί. Mε εξαίρεση την δυναμική επέκταση του Aελλώ (από το 2000 η μονή αίθουσα απέκτησε τέσσερα αδελφάκια και θερινό στην ταράτσα), η πορεία εμφανίζεται φθίνουσα και μη αναστρέψιμη.

O Δημήτρης Στεργιάκης της «Ama Films», που διαχειριζόταν τα τελευταία τρία χρόνια τις δύο αίθουσες του Aττικα στην πλατεία Aμερικής, δεν βλέπει φως από πουθενά: «H Πατησίων έχει πεθάνει», μάς λέει. Για τον ίδιο η μετατροπή του Aελλώ σε μίνιπλεξ υπήρξε καθοριστική και συμπληρώνει: «Tη χαριστική βολή έδωσε ο πολυκινηματογράφος της Ster στην Aχαρνών».

Διαφορετική άποψη εκφράζει η κ. Tσακαλάκη από το Aελλώ. Δεν αρνείται το ειδικό βάρος του μούλτιπλεξ που άνοιξε τα Xριστούγεννα στον Aγιο Eλευθέριο, αλλά αρνείται να υπογράψει το πιστοποιητικό θανάτου ολόκληρης της Πατησίων: «Eίναι αλήθεια ότι το Ster προσέλκυσε ένα νεανικότερο κοινό αλλά εμείς, ως Aελλώ, δουλεύουμε ικανοποιητικά στηριζόμενοι σχεδόν αποκλειστικά σε μεγαλύτερες ηλικίες και ανθρώπους της γειτονιάς. Tο γεγονός ότι μεγαλώσαμε δεν μας άλλαξε, εξακολουθούμε να είμαστε ένας κινηματογράφος με συνοικιακά χαρακτηριστικά». Πώς εξηγεί, λοιπόν, το κλείσιμο σημαντικών μεμονωμένων αιθουσών; «Nομίζω πως αν δώσεις στον πελάτη αυτό που θέλει, ένα αναβαθμισμένο περιβάλλον με όλες τις σύγχρονες ανέσεις, θα έρθει. Tα στάνταρ άλλαξαν και οφείλουμε να προσαρμοστούμε».

Πληθυσμιακή αλλαγή

H αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι παλιοί κινηματογράφοι δεν προχώρησαν σε μεγάλες επενδύσεις. Yπήρξαν σημαντικές βελτιώσεις, όπως στην περίπτωση του Aττικα ή του Pάδιο Σίτι, αλλά όχι στον βαθμό που θα περίμενε ο απαιτητικός θαμώνας των κεντρικών κινηματογράφων.

Δύσκολα, επίσης, μπορείς να μιλήσεις για την αποψίλωση της Πατησίων χωρίς να αναφερθείς στη μεγάλη πληθυσμιακή αλλαγή που συντελέστηκε σε ολόκληρη την περιοχή τη δεκαετία του '90.

H αποχώρηση αστικών στρωμάτων, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '70, προς τα νότια και βόρεια προάστια έλαβε γρήγορα μαζικό χαρακτήρα, ενώ η εγκατάσταση χιλιάδων μεταναστών σε Kυψέλη και Πατήσια διαμόρφωσε ένα πρωτόγνωρο δημογραφικό μωσαϊκό. Tο αποτέλεσμα ήταν έως ένα βαθμό αναμενόμενο: οι όλο και λιγότεροι Eλληνες προτιμούσαν τα καλύτερα σινεμά του κέντρου και τα απαστράπτοντα μούλτιπλεξ, ενώ οι όλο και περισσότεροι μετανάστες είχαν διαφορετικές προτεραιότητες από την κινηματογραφική ψυχαγωγία.

«Eμείς έχουμε πολλούς ξένους», σπεύδει να υπογραμμίσει η κ. Tσακαλάκη από το Aελλώ, αλλά προφανώς δεν αρκούν για να συντηρήσουν τους πέντε ή έξι κινηματογράφους της περιοχής. Στους αντίποδες, ο Γιώργος Tζιώτζιος, διευθυντής της εταιρείας διανομής Playtime, χρεώνει την αποτυχία του πειράματος του Στούντιο αποκλειστικά στην πληθυσμιακή αλλοίωση της περιοχής. «Aπό την Πατησίων και κάτω οι Eλληνες αποτελούν μειοψηφία. Kι οι Eλληνες σπάνια μάς προτιμούσαν, εκτός από παλιούς φανατικούς θαμώνες του Στούντιο. Mην σας φαίνεται παράξενο αλλά σε πολλούς συμπολίτες μας δεν τους αρέσει να βγαίνουν από το σινεμά και να πέφτουν πάνω σε ταβέρνες ή βίνεο κλαμπ με επιγραφές στα ρώσικα και ρουμάνικα».

Σήμερα, ο Γιώργος Tζιώτζιος κάνει μία επανεκτίμηση του όλου εγχειρήματος: «Προχώρησα στην επένδυση του Στούντιο με καθαρά συναισθηματικά κριτήρια. Πίστευα ότι η πρόσφατη κακοδαιμονία του οφειλόταν σε κακή επιλογή ταινιών. Aποδείχθηκε ότι έκανα μέγα λάθος. H περιοχή έπαψε να έχει τα χαρακτηριστικά που επέτρεπαν σε έναν κινηματογράφο σαν το Στούντιο να κόβει, το 1988, 150 χιλιάδες εισιτήρια. Εμείς πέρυσι ιδρώσαμε να ξεπεράσουμε τα 10 χιλιάδες...».

Πολύ κακή χρονιά το 2005

Oλα τα είχαν οι συνοικιακοί κινηματογράφοι, η (πανθομολογούμενη) κρίση τους έλειπε. Yστερα από ένα μέτριο 2004 (ο κ. Στεργιάκης έκανε λόγο για πτώση της τάξης του 50%!), ακολούθησε ένα ακόμα χειρότερο 2005. Eιδικά η σεζόν που άρχισε τον Σεπτέμβριο καταγράφει διαρκή αρνητικά ρεκόρ. Πλησιάζουμε τις γιορτές και μόνο δύο ταινίες έχουν κινηθεί ικανοποιητικά («Tο εργοστάσιο σοκολάτας του Tσάρλι» και «O επίμονος κηπουρός»), όταν κατά μέσο όρο βγαίνουν κάθε εβδομάδα έξι - επτά ταινίες. H αγορά αδυνατεί να απορροφήσει την υπερπροσφορά. Πολλές ταινίες «σκοτώνονται» σε μία ή δύο εβδομάδες, ο κόσμος αδυνατεί να παρακολουθήσει τον ιλιγγιώδη ρυθμό των εταιρειών διανομής. Mε λίγα λόγια: αν χάσεις μία ταινία την πρώτη ή την δεύτερη εβδομάδα προβολή της, το πιθανότερο είναι να τη χάσεις για πάντα. Oι εταιρείες, όμως, εκτός από τον κακό τους εαυτό, έχουν να αντιμετωπίσουν και εξωτερικούς εχθρούς, όπως την πειρατεία. Θα έχετε προσέξει εδώ και λίγους μήνες πως εκτός από πειρατικά cd προσφέρονται και πειρατικά dvd· συχνά πωλούνται τίτλοι ταινιών που δεν έχουν καν προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες. Eπίσης, με τη διάδοση του ευρυζωνικού Ιντερνετ γίνεται ευκολότερο το (παράνομο αλλά εντελώς ανέξοδο) «κατέβασμα» ταινιών από το Διαδίκτυο.

Eως τις αρχές της δεκαετίας του '80 στην ευρύτερη περιοχή της Πατησίων (από το ύψος της Aλεξάνδρας και κάτω) λειτουργούσαν ούτε λίγο ούτε πολύ 28 κινηματογράφοι εκ των οποίων οκτώ αμιγώς θερινοί (Λίντο, Aλφα, Aτενέ, A-B, Στέλλα, Λιλά, Mετροπόλ, Hλέκτρα).

Tα θερινά σινεμά παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα καθώς επιβιώνουν ακριβώς τα μισά (Στέλλα, Λιλά, Mετροπόλ, Hλέκτρα)· η Στέλλα έχει γίνει δημοτικός κινηματογράφος ενώ πρόσφατα αγοράστηκε από τον Δήμο Aθηναίων και το εκτεταμένο οικόπεδο του A-B, όπου διασώζεται η επιβλητική του οθόνη.

Στους χειμερινούς οι απώλειες είναι δραματικές. Aπό τους 20 κινηματογράφους συνεχίζουν τη λειτουργία τους μόνο οι πέντε: Aελλώ, Aλεξάνδρα, Iλιον, Tριανόν και Φιλίπ. Φέτος δεν επαναλειτούργησαν το Στούντιο και το Aττικα, ενώ πέρυσι έκλεισαν το εμβληματικό Pάδιο Σίτυ (όπου το 1958, σ' ένα κοσμοϊστορικό γεγονός για τη γειτονιά, η Eλίζαμπεθ Tέιλορ παρακολούθησε την αθηναϊκή πρεμιέρα της ταινίας «O γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες», μαζί με τον σύζυγο της και παραγωγό Mάικ Tοντ) και το Aθηνά.

Tον χορό της αποψίλωσης είχαν σύρει πολύ νωρίτερα, κυρίως μέσα στη δεκαετία του '80, άλλοι 11 χειμερινοί κινηματογράφοι της περιοχής. Eχουμε και λέμε: Mπρόντγουεϊ, Aντζελα (στην ταράτσα του λειτουργούσε και θερινός), Πιγκάλ, Σελέκτ, Aτθίς, Aλκυονίς, Aλόη, Aμαλία, Aχιλλεύς, Aρμονία, Aττική (μετασκευάστηκε στο θέατρο Xώρα). Oι περισσότεροι λειτουργούσαν σε ισόγειο ή υπόγεια πολυκατοικιών, ελάχιστοι, δηλαδή, λειτουργούσαν σε αυτόνομα κτίρια ή, πολύ περισσότερο, διεκδικούσαν αρχιτεκτονικές δάφνες. Eξαίρεση η μοναδική Aντζελα, με έντονες επιρροές από αρ ντεκό που κατεδαφίστηκε πριν από λίγα χρόνια.

Λουκέτο στο «Πλάζα», απώλεια για τους σινεφίλ

Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να συγκρατήσει την αποψίλωση των μεμονωμένων κινηματογραφικών αιθουσών (και όχι μόνο) στην Αθήνα. Ιστορικά χειμερινά σινεμά όπως η «Πλάζα», η «Ζίνα» (έγινε θέατρο), το «Αλφαβίλ» και το «Αστρον» δεν άνοιξαν ποτέ στη νέα σεζόν, ενώ παρελθόν αποτελεί και το μίνιπλεξ «Οντεόν Μαρούσι Σινεφίλ» (τρεις αίθουσες) στη λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος του Κτήματος Συγγρού. Είναι το πρώτο μίνιπλεξ το οποίο «κατεβάζει ρολά» στο Λεκανοπέδιο, δείγμα της κρίσης που δείχνει να εξαπλώνεται πέρα από την μεμονωμένη αίθουσα.

Αν υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό στις περισσότερες από τις αίθουσες που έκλεισαν είναι ότι προσπαθούσαν να προσελκύσουν ένα πιο απαιτητικό κοινό, χωρίς να σημαίνει ότι απέκλειαν ταινίες φτιαγμένες για πολλά εισιτήρια. Επίσης, έκαναν κινήσεις για να αναβαθμίσουν τις υποδομές τους. Τυπικό παράδειγμα η ιδιοκτησία του «Πλάζα» που προχώρησε πριν από λίγα χρόνια σε ριζική ανακαίνιση των εγκαταστάσεων του κινηματογράφου, διαμορφώνοντας και μια δεύτερη μικρότερη αίθουσα. Κι αν το «Οντεόν Μαρούσι Σινεφίλ» ήταν καρπός του boom της δεκαετίας του ’90 με τους κινηματογράφους νέας γενιάς να ξεπηδούν μέσα σε εμπορικά κέντρα, η «Πλάζα» γεννήθηκε υπό διαφορετικές συνθήκες. Ηταν το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 και η Αθήνα δοκίμαζε νέες εικόνες στα όρια των προαστίων της. Η περιοχή του Γηροκομείου χτιζόταν από την αρχή και στα καινούργια κτίρια της γειτονιάς χαραζόταν η φιλοδοξία μιας δυναμικής, ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Ο «Φλόκας» στη λεωφόρο Κηφισίας, δίπλα στον μετέπειτα Πύργο του Εκθεσιακού Κέντρου Αθηνών και ο κινηματογράφος πολυτελείας «Πλάζα» συμπύκνωναν το πνεύμα της «νέας Αθήνας», δίνοντας ένα δείγμα γραφής για μια γειτονιά που γρήγορα έγινε της μόδας. Σαράντα χρόνια μετά, και με τον «Φλόκα» να έχει αποδημήσει προ πολλού, ένας κύκλος φαίνεται να κλείνει. Και η ώρα του αποχαιρετισμού δεν είναι για όλους ίδια. Διαβάζουμε στο μπλογκ «ωχ, το μάτι μου» (wx-to-mati-mou.blogspot.com/2008/10/t.html): «Ισως στο “Πλάζα” να ήταν και η πρώτη φορά που κρατήθηκα χέρι με χέρι στα σκοτάδια, ίσως να αντάλλαξα και το πρώτο μου φιλί. Το “Πλάζα” που ήταν το καταφύγιό μου στον επαναστατικό καιρό της εφηβείας που δεν θες να μένεις σπίτι, δεν υπάρχει πια».

Δημήτρης Ρηγοπουλος 12-11-08

Φωκίωνος Νέγρη

Στη Φωκίωνος Νέγρη

τριγυρνάν μπλουτζινάτοι

πλέι μπόις αλέγροι

με μαλλί ως την πλάτη

στη Φωκίωνος Νέγρη

στη Φωκίωνος Νέγρη


Πεντακόσια μπαρ και ζαχαροπλαστεία

κάθε βράδυ μαχαιρώματα στ' αστεία

παρεϊτσα και ποτήρι

ψησταριές για το ψηστήρι

και ζωή κάνουν μεγάλη

μια σουσού κι ένα ρεμάλι


Σταυροπόδι έξω πλάτη έξω γάμπα

οι κυρίες ξαπλωτές στις πολυθρόνες

κι απ' αντίκρυ οι θαμώνες

κάθε βράδυ βλέπουν τσάμπα

έξω πλάτη έξω γάμπα

τελεβίζιον στις οθόνες


Βια Μπένετο Ντόπια

σε νεότερη κόπια

το πρωί παίζουν τόπια

και το βράδυ σορόπια

Βια Μπένετο Ντόπια

Βία Μπένετο Ντόπια


Ξημερώματα στις τέσσερις και κάτι

ξεφορτώνει στη γωνιά μια Μαζαράτι

βεντετούλες που γυρίζουν

απ' τα κλαμπ κι από τα πάρτι

είχαν φύγει τη Δευτέρα

κι επιστρέφουν την Τετάρτη


Της Κυψέλης ο δρόμος

χρόνια ζει παρανόμως

κι απ' τα αμάξια έχει γίνει

τώρα πια λαιμητόμος

της Κυψέλης ο δρόμος

της Κυψέλης ο δρόμος


Μες στα δέντρα νυχτοπούλια και τζιτζίκια

και στα κέντρα τα ντονέρ και τα τζατζίκια

τα σουβλάκια και οι πίτες

χουρχουρίζουσες γρανίτες

ταξιτζήδες καβγατζήδες

και γρου γρου οι βιολιτζήδες


Οι γαμπροί με λιμουζίνες δέκα-δέκα

τριγυρνάν ξελιγωμένοι για γυναίκα

και τριγύρω από τις πάπιες

αμαξάτες κάνουν κάποιες

τη ζωή τη βραδινή τους

Ντόλτσε Βίτα με το Ν τους


Στη Φωκίωνος Νέγρη

νεαροί στις ταράτσες

με απίθανες φάτσες

ξεφωνίζουν σαν νέγροι

στη Φωκίωνος Νέγρη

στη Φωκίωνος Νέγρη


Οι Ντιντήδες, οι Λουλούδες κι οι Μιράντες

κάθε βράδυ κάνουν πάρτι στις βεράντες

γιε γιε γιε γραμμή τσιρίζουν

και χτυπιούνται λυσσαλέα

και οι γέροι μουρμουρίζουν

γιε γιε γιε, τί νεολαία….


Στίχοι: Ηλίας Λυμπερόπουλος

Μουσική: Γιώργος Μουζάκης

Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Βογιατζής

Τα Σινεμά

Εκτός από τα πολλά θέατρα, η Κυψέλη είχε και έχει ακόμα πολλά σινεμά. Από τότε στη θέση τους έχουν παραμείνει το Αελλώ (έχει μετατραπεί σε multiplex), το Αλεξάνδρα, το Τριανόν και το Φιλίπ. Χαμόγελα φέρνει στη μνήμη των Κυψελιωτών η ανάμνηση του Νέγκρο. Εκεί πρωτοπαίχτηκαν πορνό ταινίες με τη μορφή της τσόντας. Τα αρσενικά μαζεύονταν περιμένοντας πότε θα διακοπεί η ταινία για να προβληθούν στην οθόνη οι επίμαχες σκηνές. Χαρακτηριστικό είναι πως κατά την περίοδο της χούντας συνέρρεαν πλήθη στο συγκεκριμένο κινηματογράφο για να παρακολουθήσουν ερωτικές ταινίες. Πράξη που θεωρήθηκε τύπος αντίστασης, ιδιαίτερα αν περιμένεις και τους πρωταγωνιστές (π.χ. Γκουσγκούνη) με λαμπάδες στα χέρια.

Η ΦΩΚΙΩΝΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ <<ΣΤΑΡ-ΣΥΣΤΕΜ>>

Η κινηματογραφική Φωκίωνος Νέγρη μπορεί να ‘ναι έναs κατασκευασμένοs μύθος, όμωs, η πραγματική με τα ζαχαροπλαστεία και τα βραδινά κέντρα τηs υπήρξε σημείο αναφοράς για το ελληνικό «σταρ σύστεμ» τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Η Φωκίωνος Νέγρη φτιάχτηκε τη δεκαετία του ‘30 πάνω στα ίχνη ενός ρέματος, το οποίο άρχιζε από τα Τουρκοβουνια και προχωρούσε προς τη μεριά που χαράχτηκε η οδόs Αριστοτέλους, και στις δεκαετίες του ‘50 και ‘60 αποτέλεσε κοσμικό κέντρο τηs αστικήs κοινωνίαs τηs Kυψέλης, η οποία συγκέντρωνε αρκετούs καλλιτέχνες του κινηματογράφου και του θεάτρου.

Εάν τα μεσημέρια στου Λουμίδη έμειναν στην ιστορία χάριν τηs φιλολογικήs παρέαs τηs νεότερης γενιάs ποιητών και διανοουμένων, τα βράδια στη Φωκίωνος Νέγρη έμειναν ανεξίτηλα στιs μνήμες αρκετών Αθηναίων, κοσμικών και μη, χάριν τηs ανάλαφρηs γοητείαs που ασκούσαν οι ζεν πρεμιε και οι λοιποί κινηματογραφικοί αστέρες τηs εποχήs. Το σλόγκαν «Κορίτσια ο Μπάρκουληs», το οποίο φέρεται να εκστομήθηκε για πρώτη φορά σε δρόμο τηs Kυψέλης, αποτυπώνει ανάγλυφα την ατμόσφαιρα μιαs αθηναϊκήs γειτονιάs η οποία τα βράδια απολάμβανε το μεταπολεμικό «νεοελληνικό θαύμα».

Παρόλα αυτά, η Κυψέλη μπορεί να καυχάται πωs ο ελληνικόs κινnματογράφος την τίμησε στα ανέμελα χρόνια τηs εφηβείαs του, διαλέγοντάς την δυο τρεις φορές για τίτλο σε ταινίες που γνώρισαν εμπορική επιτυχία. Ομως, μέχρι εκεί. Μέχρι τα «γράμματα» στα πρώτα μέτρα του σελιλόιντ, Από κει κι ύστερα, ούτε οι χώροι, ούτε οι χαρακτήρες μεταφέρουν στο σημερινό θεατή αυτών των λίγων ταινιών κάποια σημαντική πληροφορία για την Κυψέλη. Ούτε η Μάρω Κοντού με το μπρίο τηs στο «Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη» ούτε ο Nικoς Ρίζος με καμώματά του ως «Γίγας τηs Κυψέλης»” ούτε ο Αλκης Γιαvακάς, ως πρωτοπαλίκαρο του αθηναϊκού υποκόσμου, στο «Ρεμάλι τηs Φωκίωvος Νέγρη». Άλλωστε, εκείνη την εποχή ρεμάλια στη Φωκίωνοs Νέγρη δεν υπήρχαν «παρά μονάχα στη φαντασία του Κώστα Καραγιάνvn», όπως λέει ο σεναριογράφος, σκηνοθέτης και θεατρικόs συγγραφέας Γιώργος Λαζαρίδης.

Το ζαχαροπλαστείο Σελεκτ, στη γωνία Φωκίωνος και Επτανήσου  ήταν το στέκι της παραγωγικότερης κινηματογραφικής-και θεατρικής-παρέας της εποχής με προεξέχοντες θαμώνες τον Νίκο Τσιφόρο, τον Αλέκο Σακελλαριο, τον Κώστα Πρετεντερη, τον Γιώργο Γιαννακοπουλο, τον Γιώργο Λαζαριδη, τον Ορέστη Λάσκο, τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Νίκο Σταυρίδη.

Ethnic Κυψέλη!

Η Κυψέλη ήταν ίσως η πρώτη γειτονιά που υποδέχτηκε το μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα στα τέλη του ’80. Ανάμεσα σε ρημαγμένα νεοκλασικά, πολυκατοικίες και νεραντζιές, ξεφύτρωσαν νιγηριανά κομμωτήρια, κινέζικα μαγαζιά, αιθιοπικά εστιατόρια, ένας ολοκαίνουργιος κόσμος που ζει αρμονικά με τον παλιό.


Το αφρικανικό σούπερ μάρκετ στο νούμερο 42 της οδού Σπετσών δεν έχει όνομα. Ο ιδιοκτήτης του, ο Camara από τη Sierra Leone, λέει ότι οι Έλληνες αγοράζουν κυρίως γάλα και αραβικές πίτες. Η αδερφή του («Δεν δουλεύω εδώ, είμαι απλώς η αδερφή του Camara») κατεβάζει ντροπαλά από τα ράφια τα προϊόντα που προτιμούν οι Αφρικανοί: χυμό ζαχαροκάλαμο, αλεύρι από fufu, γλυκιά σάλτσα τσίλι. Μετά σκύβει και βγάζει ένα ένα τα λαχανικά από τα πλαστικά καφάσια: yams, γλυκοπατάτες, και plantains - ένα περίεργο φρούτο που μοιάζει με πρασινωπή μπανάνα. Μου λέει πώς μαγειρεύονται: «Την ξεφλουδίζεις, την κόβεις ροδέλες, βάζεις χοντρό αλάτι και την τηγανίζεις».

Στη Λέλας Καραγιάννη, απέναντι από την ερμητικά κλειστή κατάληψη, στο νούμερο 30-32, είναι το μαγαζί της Στέλλας από τη Νιγηρία, που ετοιμάζει παραδοσιακές «καλές» αφρικανικές φορεσιές και περίτεχνα καπέλα. «Είναι για την εκκλησία, για γάμους» λέει και κλειδώνει τη γυάλινη πόρτα για να μη βγει έξω ο μικρός της γιος. Πάνω στο πατάρι φαίνεται αχνά ένα κεφάλι που δουλεύει σκυμμένο πάνω από μια ραπτομηχανή. Στο τραπέζι της έχει φυλλάδια για μια θρησκευτική λειτουργία που θα γίνει στις 2 Δεκεμβρίου στην οδό Μοσχονησίων στην Πλατεία Αμερικής. «Η τρομπέτα θα ακουστεί σύντομα. Είσαστε έτοιμοι; Ενωθείτε με τις κόρες της πίστης και ετοιμαστείτε για την επιστροφή του Κυρίου» γράφει με ασπρόμαυρα γράμματα.

Δίπλα ακριβώς είναι το Esther's, το κομμωτήριο του Prince, επίσης από τη Νιγηρία. Το πιο δημοφιλές προϊόν του είναι μια σειρά από κρέμες σε ροζ και κίτρινα κουτιά: «Skin beautifying milk» και «Skin beautifying fade cream». Όπως κάθε αφρικανικό κομμωτήριο που σέβεται τον εαυτό του, έτσι κι αυτό είναι γεμάτο περούκες - οι Αφρικανές τους έχουν μεγάλη αδυναμία: Δεν υπάρχει κομμωτήριο που να μην έχει περούκες: περούκες ξανθές, μελαχρινές, φούξια και ποστίς όλων των χρωμάτων, ριγμένες σε πάγκους, στερεωμένες σε πλαστικά μανεκέν, τυλιγμένες σε σελοφάν. Το κομμωτήριο του Prince λειτουργεί περίπου όπως τα περισσότερα κομμωτήρια της Κυψέλης - κάτω είναι ένα μίνι μάρκετ με προϊόντα ομορφιάς και πάνω είναι το κομμωτήριο.

Κάπως έτσι είναι και το Βig Apple που έχει η Chicku στην οδό Σπετσών 67. Ήρθε 6 χρόνια πριν στην Αθήνα από την Τανζανία. «Τα πιο δημοφιλή είναι τα ράστα, τα κοτσιδάκια και οι περούκες. Έρχονται και πολλές λευκές και κάνουν κοτσιδάκια».

Στην Αγίου Μελετίου, λίγο πιο πάνω από το Lift Club, ένα από τα λίγα club της Αθήνας που άρχισε να παίζει R&B και rap κάθε βράδυ -η ασημένια πρόσοψη με τα ασημένια τούβλα φαίνεται αταίριαστη στο φως της μέρας- είναι ένα από τα πολλά κινέζικα μαγαζιά της Κυψέλης: σειρές από εσώρουχα, ψεύτικες γούνες και πουκάμισα των 3 ευρώ συνωστίζονται κάτω από το νέον φως. Μπροστά από τον καθρέφτη είναι κολλημένη μια επιγραφή που λέει «Όποιος πιαστεί να κλέβει θα πληρώσει το δεκαπλάσιο και θα ειδοποιηθεί η αστυνομία». Ο ιδιοκτήτης μιλάει τέλεια ελληνικά μέχρι να ακούσει τη λέξη ρεπορτάζ. Ξαφνικά τα ελληνικά του χάνονται. «Δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω» λέει αμυντικά. Στο πεζοδρόμιο, απέναντι από ένα ελληνικό κομμωτήριο που πουλάει αφρικανικά προϊόντα, δυο παιδάκια γύρω στα 11 τραγουδάνε αλβανική ραπ.


ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Το 89,8% των κατοίκων της Κυψέλης αξιολογεί ως πιο σημαντικό πρόβλημα το κυκλοφοριακό και ακολουθούν η έλλειψη χώρων στάθμευσης και η ατμοσφαιρική ρύπανση.


ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ

Έως και 48 λεπτά χρειάζονται οι οδηγοί για να βρουν ελεύθερη θέση στάθμευσης στην Κυψέλη, χρόνος διπλάσιος από όσο στο Μαρούσι. Η μέση ωριαία ταχύτητα των οχημάτων κυμαίνεται από 10 έως 14 χλμ./ώρα.


ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΡΙΒΟΛΗ


MENU


ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ (έπεται)


POST (έπεται)




ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ (εκκρεμεί)

Υποθέσεις εργασίας (λίστα)

Στις 30 Ιανουαρίου 2009 επιλέχθηκαν οι ενοποιημένες προτάσεις των:
  • Θωμά / Νατάσσα / Χρήστου
  • Marie-Noelle / Δημήτρη / Νικήτα
για τις οποίες καλούμαστε το αργότερο μέχρι μέσα Φεβρουαρίου, να κάνουμε την αντίστοιχη έρευνα ανθρώπων και χώρων.

Για όσους ενδιαφέρονται να πάρουν περισσότερες πληροφορίες, ποιες είναι οι ιδέες, διατηρούμε τα παρακάτω περιεχόμενα με τους συνδέσμους (link):



ΣΚΥΤΑΛΟΔΡΟΜΙΑ (πρόχειρος τίτλος εργασίας)
Στην ομάδα εργασίας δήλωσαν συμμετοχή οι:
Θωμάς, Νατάσσα, Κυριάκος, Λαμπρινή, Ηρώ, Ρόζα, Αλέξανδρος, Μαρία Μπάκα


ΔΥΟ ΤΡΕΙΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ (πρόχειρος τίτλος εργασίας)

Στην ομάδα εργασίας δήλωσαν συμμετοχή οι:
Δημήτρης, Marie-Noelle, Νικήτας, Αναστασία

ΧΘΕΣ - ΣΗΜΕΡΑ - ΑΥΡΙΟ (πρόχειρος τίτλος εργασίας)
  • Αριστέα (εκκρεμεί)
  • Ελένη (εκκρεμεί)
Στην ομάδα εργασίας δήλωσαν συμμετοχή οι:
Αριστέα, Ελένη,


ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ (πρόχειρος τίτλος εργασίας)
  • Σίλια (εκκρεμεί)
  • Φωτεινή (εκκρεμεί)
Στην ομάδα εργασίας δήλωσαν συμμετοχή οι:
Σίλια, Φωτεινή,


ΤΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΒΛΕΠΕΙ ΤΗΝ ΚΥΨΕΛΗ (πρόχειρος τίτλος εργασίας)
Στην ομάδα εργασίας δήλωσαν συμμετοχή οι:
Νικήτας


ΚΥΨΕΛΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


Έληξε στις 30 Ιανουαρίου 2009 η προθεσμία για κατάθεση προτάσεων.


Η συνταγή του καλού σεναρίου

Παρά την απουσία Κρατικής Ακαδημίας Κινηματογράφου στον τόπο μας και την ανεπάρκεια κινηματογραφικής εκπαίδευσης ιδιαιτέρως στον τομέα της συγγραφής σεναρίου, νέοι και αρχαιότεροι κινηματογραφιστές εξακολουθούν να παράγουν ταινίες. Είτε με την επιδότηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και διαφορετικών ευρωπαϊκών προγραμμάτων είτε, σπανιότερα, ρισκάροντας τα χρήματα κάποιου αισιόδοξου παραγωγού, το «κινηματογραφικό προϊόν», γιατί ως τέτοιο ορίζεται στην οπτικοακουστική αγορά, μοιάζει τελευταία να γνωρίζει άνθηση στον τόπο μας. Σε ποιον όμως απευθύνεται αυτό το «προϊόν» με όρους μάνατζμεντ και ποια θα είναι η τύχη του στις αίθουσες; Υπάρχουν κανόνες στη συγγραφή ενός σεναρίου; Υπάρχει συνταγή επιτυχίας; Πώς ορίζεται το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό σινεμά και, τέλος, τι συμβαίνει με τους έλληνες δημιουργούς; Την άποψή τους για κάποια από αυτά τα ερωτήματα καταθέτουν τέσσερις διεθνείς διακεκριμένοι εκπαιδευτές στον τομέα της συγγραφής σεναρίου, σύμβουλοι σεναρίου και σεναριογράφοι οι ίδιοι. Η Milena Jelinek και ο Nick Proferes, εκπαιδευτές συγγραφής σεναρίου τα τελευταία 18 χρόνια και καθηγητές του Τμήματος Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη, ο Lewis Cole, συγγραφέας τεσσάρων βιβλίων και σεναριογράφος ο ίδιος, διευθυντής του Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Κινηματογράφου του προαναφερθέντος πανεπιστημίου, και ο Jan Fleischer, επικεφαλής του Τμήματος Σεναρίου του National Film and Television School (NFTS) στην Αγγλία βρέθηκαν στη χώρα μας στο πλαίσιο εκπαιδευτικών προγραμμάτων κατάρτισης στον οπτικοακουστικό τομέα. Το αν υπάρχουν κανόνες στη συγγραφή ενός σεναρίου είναι ένα από τα ερωτήματα, που τέθηκε σε όλους, αποσπώντας διαφορετικές, αλλά και τόσο όμοιες απαντήσεις.


Για τη Milena Jelinek υπάρχει ένας «χρυσός κανόνας»: «Οι θεατές δεν πρέπει να βαρεθούν!Μοιάζουν λίγο σαν αιχμάλωτοι για δύο ολόκληρες ώρες και πρέπει να βρεις τον τρόπο να κρατήσεις την προσοχή τους. Μια ταινία δεν είναι ημερολόγιο. Είναι δράση μπροστά στους θεατές, που συμμετέχουν». Ως προς τη δράση είναι σύμφωνος και ο Ν. Proferes, που διαχωρίζει την ιστορία που αφηγείται ένας δημιουργός στην ιδέα και στο σενάριο. «Το σενάριο έχει κανόνες, η ιδέα όχι. Στο σινεμά όλα είναι δράση και το ζητούμενο είναι να προσελκύσεις το κοινό σου και να μην αδιαφορείς γι' αυτό».

Ο L. Cole διαφωνεί: «Δεν νομίζω ότι υπάρχουν κανόνες. Υπάρχουν πρότυπα δομής στο πώς θα διηγηθείς μια ιστορία. Αν δεχθούμε ότι υπάρχουν κανόνες, ο κόσμος θα γράφει βάσει αυτών, με αποτέλεσμα πολύ συμβατικό». Ο J. Fleischer υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν κανόνες, αλλά σε ένα σενάριο όλα εξαρτώνται από το ποιος μιλάει σε ποιον και γιατί. «Εχει τεράστια διαφορά να λες παραμύθια στα εγγόνια σου από το να μοιράζεσαι ιστορίες με τους φίλους σου. Ακόμη και τα παραμύθια διαφέρουν, αν αναφέρονται σε βασιλοπούλες ή στις περιπέτειες ενός πειρατικού πλοίου».Αλλες ταινίες γνωρίζουν παγκόσμια επιτυχία και άλλες, παρά τα προγνωστικά, δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των δημιουργών τους. Τι κάνει μια ιστορία παγκόσμια και ποια είναι η συνταγή της επιτυχίας; Για τον J. Fleischer παγκόσμιες είναι όλες οι ιστορίες που έχουν να κάνουν με ανθρώπους και ανθρώπινες καταστάσεις. «Δεν υπάρχουν πετυχημένες ιστορίες, με την έννοια της παγκόσμιας επιτυχίας, αλλά πετυχημένος τρόπος να αφηγηθείς μια ιστορία. Πρέπει να λειτουργήσουν τα τρία επίπεδα, που είναι: το ανθρώπινο στοιχείο, η διαφορετική κουλτούρα και ο αφηγητής με άποψη».

Είναι διακριτά αυτά τα στοιχεία στον αμερικανικό και στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο; Ο J. Fleischer αρνείται τη γενίκευση του στυλ αμερικανικό και ευρωπαϊκό σινεμά. «Υπάρχουν πολλές αμερικανικές ταινίες που περιγράφονται ως ευρωπαϊκού τύπου και πολλοί ευρωπαίοι δημιουργοί που προσπαθούν να κάνουν κάτι παρόμοιο με αυτό που κάνουν οι αμερικανοί συνάδελφοί τους». Για τον επικεφαλής του Τμήματος Σεναρίου στο NFTS οι Αμερικανοί έχουν μια πραγματιστική προσέγγιση της ταινίας. Κάνουν την τέχνη τους κατανοητή σε περισσότερο κόσμο και έτσι πουλάνε περισσότερο. «Από την πλευρά των ευρωπαίων δημιουργών, σχεδόν, επικρατεί η άποψη ότι η ταινία είναι δημιουργία ενός εκλεκτού με θεϊκή έμπνευση και οι θεατές είναι οι τυχεροί που έχουν την ευτυχία να δούνε την ταινία ενός καλλιτέχνη. Σε αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκή προσέγγιση, αν ο συγγραφέας ενός σεναρίου είναι ταλαντούχος, μπορούν να συμβούν θαύματα. Και οι δύο προσεγγίσεις μπορούν να αποφέρουν πολύ καλά αποτελέσματα. Αλλες φορές όμως συμβαίνει και το αντίθετο. Δεν μπορείς να ξέρεις». Για τη Μ. Jelinek, δημιουργό παλαιότερα πειραματικών ταινιών μικρού μήκους, οι διαφορές οφείλονται στις διαφορετικές κουλτούρες και στις διαφορετικές χώρες. Γι' αυτήν ευρωπαϊκό σινεμά είναι το εθνικό σινεμά που δεν είναι εύκολο να βρει κοινό εκτός συνόρων. «Οι αμερικανικές ταινίες από την αρχή απευθύνονταν σε ένα ευρύτατο κοινό γιατί η Αμερική είναι αχανής, με πάρα πολλές εθνικότητες μέσα της. Οι ιστορίες ήταν απλές, με μεγάλη προσαρμοστικότητα. Με αυτό το βασικό χαρακτηριστικό, τις αμερικανικές ταινίες μπορούσαν να τις δουν και άλλοι άνθρωποιΕύκολα έγινε είδος προς εισαγωγή πολύ περισσότερο από ταινίες άλλων δημιουργών. Μπορεί η ευρωπαϊκή ταινία να είναι πιο τολμηρή στη φόρμα της, αλλά η αμερικανική ταινία εξερευνά πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες»
Οι ελληνικές ταινίες

Τι γίνεται με τις ελληνικές ταινίες; Οι Αμερικανοί L. Cole και Ν. Proferes βρέθηκαν στην Ελλάδα για τρίτη φορά και είχαν επαφή με έλληνες σεναριογράφους και σκηνοθέτες - σεναριογράφους. «Για εμένα υπάρχουν δύο προβλήματα στα ελληνικά σενάρια. Το πρώτο είναι η έλλειψη δράσης» λέει ο Ν. Proferes και συνεχίζει: «Για να υπάρχει δράση πρέπει κάποιος να θέλει κάτι πάρα πολύ. Να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Και στις ελληνικές ταινίες δεν συμβαίνει αυτό. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η ουσία στο δράμα είναι η σύγκρουση. Η έλλειψη πραγματικής σύγκρουσης είναι ένα από τα προβλήματα. Το δεύτερο πρόβλημα είναι η απουσία συναισθηματικής ταύτισης του κοινού με τους βασικούς χαρακτήρες. Από τα λίγα που ξέρω, οι Ελληνες δεν ενδιαφέρονται για το συναίσθημα. Τα πάντα είναι ψυχρά και διανοητικά. Και εσωτερικά». Για τον L. Cole υπάρχει ένα πρόβλημα με το close-up (πολύ κοντινό πλάνο) στο ελληνικό σινεμά. «Με το close-up δείχνεις τις εσωτερικές σκέψεις του χαρακτήρα. Η άποψή μου είναι ότι οι ελληνικές ταινίες το χρησιμοποιούν πάρα πολύ. Μπορεί να υπάρχουν σπουδαίες στιγμές σε μια ταινία, όπου αφηγείσαι την εσωτερική εξέλιξη ενός χαρακτήρα μέσα από close-ups, αλλά αυτό πρέπει να γίνεται με μέτρο».

Ο Ν. Proferes βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο: «Εχω την εντύπωση ότι εδώ στην Ελλάδα γράφουν ένα σενάριο σαν να γράφουν λογοτεχνία. Δεν μπορείς να μιλήσεις για όλα μέσα σε δύο ώρες. Υπάρχουν 500 άνθρωποι από κάτω που περιμένουν και εσύ δεν τους δίνεις καμία σημασία. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ένα σύστημα αγοράς (market system), αλλά ένα πολιτικό σύστημα. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να χρηματοδοτηθούν από το ΕΚΚ. Κανείς δεν νοιάζεται για εισιτήρια. Στην Αμερική δεν κάνεις ταινία αν δεν υπάρχει και κάποια εμπορική προσέγγιση. Δεν είναι αυτό το καλύτερο σύστημα και έχει τα προβλήματα που όλοι γνωρίζουμε. Ποιο είναι όμως το χειρότερο; Να πρέπει να ευχαριστήσεις ένα κοινό ή να παίρνεις τα λεφτά για να κάνεις μια ταινία χωρίς να σε ενδιαφέρει να ευχαριστήσεις κανέναν παρά μόνο τον ίδιο σου τον εαυτό και να κάνεις αυτές τις πληκτικές ταινίες που κανείς δεν θέλει να δει; Για να επιζήσει, η ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία χρειάζεται μεγαλύτερο κοινό. Η Δανία είναι μικρή χώρα και, δημιουργώντας το Δόγμα, βγάζει τις ταινίες της προς τα έξω. Χρησιμοποιούν τα ίδια συστατικά με αυτά των αμερικανικών ταινιών, αλλά λένε διαφορετικές ιστορίες με διαφορετικό τρόπο. Καταλαβαίνω ότι οι Ελληνες θέλουν να έχουν τη δική τους φωνή στην κινηματογραφία και καταλαβαίνω την έλλειψη εκπαίδευσης, αλλά όλα όσα διδάσκονται στις αμερικανικές σχολές κινηματογράφου προέρχονται από τον Αριστοτέλη. Και είναι πολύ ειρωνικό να ερχόμαστε εδώ να τους λέμε πράγματα που έχουν ειπωθεί στη χώρα τους 25 αιώνες πριν. Είναι ανόητο, όταν τους ανήκουν!».

ΜΑΡΙΑ Π. ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΥ | Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2000



Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Κυψέλη;


αυτή η κυψέλη κάνει διακρίσεις στους κατοίκους της;
ποιος ξέρει αν κάποιοι ένοικοι έχουν οικιστικό πρόβλημα;
πως μπορεί να λειτουργήσει μία κοινωνία με/χωρίς κηφήνες;
τι σημαίνει συγκάτοικος σε μία κυψέλη;
υπάρχουν μετανάστες και πως αντιμετωπίζονται;
κλπ.

έχει ενδιαφέρον να παίξουμε με τις δύο θεματικές; 

Α. Την σημερινή συνοικία της Αθήνας με όλα τα χαρακτηριστικά της
και 
Β. την δομή της μελισσοκομικής κοινωνίας με τους κανόνες και την δομή της
τι λέτε;


Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Jean Vigo

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε το 1905 στη Γαλλία. Πατέρας του ήταν ο δηλωμένος στρατευμένος αναρχικός Miguel Almereyda, ο οποίος πέθανε στη φυλακή το 1917 κάτω από «αδιευκρίνιστες» συνθήκες και μητέρα του η Emily Clero. Κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας έγιναν εμφανή τα πρώτα σημάδια φυματίωσης, αρρώστια από την οποία τελικά πέθανε το 1934 σε ηλικία 29 ετών. Μεγάλωσε με το όνομα Jean Sales λόγω του στίγματος που έφερε το επίθετο του πατέρα του, χρησιμοποιώντας το πραγματικό του επίθετο μόνο αφότου τελείωσε το λύκειο. Το 1926 γνώρισε και έπειτα παντρεύτηκε την Εlisabeth "Lydou" Lozinska.

Ιστορικό πλαίσιο
Το κράχ του 1929 όξυνε τις κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις χαρακτηρίζοντας έτσι την κοινωνία του 1930 στη Γαλλία και επηρεάζοντας άμεσα την κύρια δημιουργική περίοδο του Jean Vigo. Ένα άλλο κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής πραγματικότητας ήταν η άνοδος του φασισμού που σαν αντιστάθμισμα προκάλεσε τη δημιουργία του Λαϊκού Μετώπου (1935-1937) και την έντονη ενασχόληση της γαλλικής διανόησης με το ζήτημα. Ακολούθησε η απογοήτευση από την αποτυχία του Λαϊκού Μετώπου και την επικράτηση του φασισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη.


Ταινίες
Το αποτέλεσμα κάποιων πειραματικών πλάνων με μια μεταχειρισμένη κάμερα ήταν η πρώτη του ταινία. Εκείνο το διάστημα γνωρίζει τον Ρώσο κινηματογραφιστή Boris Kaufman, με τον οποίο και συνεργάστηκε στην παραγωγή του A propos de Nice (1930). Το Α propos de Nice είναι ένα ντοκιμαντέρ που υπερβαίνει κατά πολύ τη φύση του ως ντοκιμαντέρ. Η κεντρική εικόνα του έργου είναι ο συνωστισμός τουριστών σε ένα καλοκαιρινό θέρετρο, της οποίας η ροή διακόπτεται από εμβόλιμα πλάνα ζώων και στιγμών εξαθλιωμένης φτώχειας. Η επιπολαιότητα της κοινωνίας και το σαθρό οικοδόμημα της εκφράζεται μέσα από μια γκροτέσκα αίσθηση του χιούμορ. Τραβώντας πλάνα από την πραγματική ζωή των τουριστών καταφέρνει να δημιουργεί ατμόσφαιρα και να τους μεταμορφώνει σε καρικατούρες ανθρώπων Έτσι, η εκούσια άγνοια της κοινωνίας σε συνδυασμό με την ανία και την νωθρότητα της, αποδεικνύει τον υποβόσκον θάνατο της. Η πεσιμιστική ατμόσφαιρα του A propos de Nice έρχεται σε αντίθεση με την τρίτη ταινία του, το Zero de conduit (1933), που διακατέχεται από αισιοδοξία με την πανηγυρική νίκη, στο τέλος, ενάντια στο κατεστημένο.

«Σ' αυτό το φιλμ δείχνοντας συγκεκριμένες βασικές πλευρές της πόλης, ένας ολόκληρος τρόπος ζωής καθίζεται στο εδώλιο. Οι τελευταίοι ρόγχοι μιας κοινωνίας τόσο χαμένης στη φυγή της που σε αρρωσταίνει και σε στρέφει προς την επαναστατική λύση.»

Το Taris ήταν το επόμενό του φιλμ το οποίο είχε κι αυτό χαρακτήρα ντοκιμαντέρ. Χρησιμοποιώντας τεχνικές της avant garde κινηματογράφησε μια επίδειξη του πρωταθλητή κολύμβησης Jean Taris. Ένα φιλμ που δεν τον άφησε ευχαριστημένο.

Βασισμένο στις εμπειρίες του πατέρα του από την φυλακή και στην παιδική του ηλικία, το Zero de conduit (1933), μια ανεξάρτητη παραγωγή, μιλάει για την καταπίεση και την εξέγερση. Η ιστορία της αυθόρμητης εξέγερσης των παιδιών σε ένα οικοτροφείο. Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, βρέθηκε στην δύσκολη θέση να περιορίσει τον χρόνο της ταινίας. Στο δίλημμα σωστή ακολουθία της διήγησης ή περισσότερη ποιητικότητα διάλεξε το δεύτερο. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της παιδικής ηλικίας στη θέση των εξεγερμένων. Θέλοντας να συνδυάσει την ονειρική-ουτοπική κατάσταση με τον απλοϊκό-άμεσο τρόπο που υπερνικούν τις δυσκολίες τα παιδιά. Αυτό το παιδικό σύμπαν ακολουθεί μία λογική τελείως δική του, που δεν μπορεί να γίνει εξολοκλήρου κατανοητή, αλλά σου δίνει το προνόμιο να την παρατηρήσεις με τον βαθύ σεβασμό που την καταγράφει ο Vigo.

Ο Vigo είναι πολύ συγκεκριμένος στο πως σκιαγραφεί την εξουσία. Ο διευθυντής, ο δάσκαλος, ο επιτηρητής δεν είναι χαρακτήρες με ψυχολογικό υπόβαθρο αλλά σχήματα, μορφές, καρικατούρες. Έτσι, τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ των παιδιών. Οι αξιωματικοί καλεσμένοι στην εθνική γιορτή, συμβολικά επιλέγονται να είναι κούκλες. Κούκλες, ανδρείκελα ανίκανα να αντιδράσουν στην οργή των εξεγερμένων παιδιών. Με την υποκατάσταση αυτή ο Vigo στερεί τους ενήλικες-εξουσία από οποιαδήποτε διεκδίκηση της πραγματικότητας.

Το μήνυμα της αντίστασης με τη δύναμη που το προβάλλουν οι εικόνες της ταινίας οδήγησε στην απαγόρευσή της μέχρι και 12 χρόνια μετά, το 1945.

Ο ίδιος παραγωγός θέλησε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον λογοκρισίας. Δεν ήταν διατεθειμένος όμως να αφήσει την επιλογή της θεματολογίας στον σκηνοθέτη. Από το τετριμμένο θέμα ενός love story που του δόθηκε ο Vigo δημιούργησε το τελευταίο του φιλμ L' Atalante που ξεπέρασε κατά πολύ την εποχή του. Σε μια εποχή όπου ο αμερικανικός κινηματογράφος προβάλλει όμορφους και άψογους ανθρώπους ο Vigo δεν κρύβει το άσχημο κάνοντας τους χαρακτήρες του πιο αυθεντικούς. Το τελικό αποτέλεσμα δεν κυκλοφόρησε ποτέ, αντιθέτως κατακρεουργήθηκε με στόχο να γίνει πιο εμπορικό. Πλασαρίστηκε με το όνομα Le Chaland qui passe από ένα διάσημο τραγούδι της εποχής από το οποίο υποτίθεται ότι είχε εμπνευστεί η ταινία. Κατά τη διάρκεια αυτής της «διασκευής» ο Vigo πέθανε.

L`Atalante, ένα φορτηγό πλοίο γεμάτο γάτες. Ο καπετάνιος του παντρεύεται μια κοπέλα από ένα χωριό και την παίρνει να ζήσουν σε αυτό που είναι ο κόσμος του. Το φορτηγό πλοίο. Υπόλοιπο πλήρωμα είναι δύο εκκεντρικοί χαρακτήρες, ο γέρος ναύτης Pere Zules και ένα αγόρι ακόλουθος αυτού. Αυτός ο ανδροκρατούμενος μικρόκοσμος αλλάζει. Τα ψυχρά πλάνα ντοκιμαντέρ σε αντίθεση με τις έντονα ονειρικές εικόνες συνθέτουν έναν ύμνο στον ρομαντικό έρωτα που ζει ένα ζευγάρι. Ένα ζευγάρι που τουλάχιστον αρχικά δεν εκφράζει κανένα ιδανικό και κανένα αρχέτυπο.

Ο Jean Vigo ήταν μέλος της Ένωσης Επαναστατικών Συγγραφέων και Καλλιτεχνών από το 1932 και είχε σχέση με τους αναρχικούς (ιδιαίτερα με την Jeanne Humbert, που ήταν και η «πνευματική μητέρα» του). Το έργο και η παρακαταθήκη που άφησε, άρχισε να έρχεται στην επιφάνεια στις αρχές του 1990.

Καταστήματα Μεταναστών

Στο παρακάτω άρθρο αναφέρονται καταστήματα μεταναστών στην Κυψέλη. Ίσως να ήταν ενδιαφέρον να τα επισκεφτούμε και να μιλήσουμε με τους ιδιοκτήτες...


http://www.lifo.gr/content/x8/325

Μετανάστες δεύτερης γενιάς, πολίτες δεύτερης κατηγορίας...

Xτεσινό άρθρο της Ελευθεροτυπίας 1.12.2008

http://www.enet.gr/online/online_text/c=112,id=19198148,27215428,41398212,49165636,54958788,70901828

Δεν το βάζω ολόκληρο γιατί είναι αρκετά μεγάλο και το blog μας έχει ήδη γεμίσει από κείμενα. Αν κάποιος δεν ξέρει πως να το διαβάσει ας μου στείλει ένα mail και θα του το στείλω σε κείμενο.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Μετάναστες (λίστα)

Έχουμε ένα όνειρο-Πάρτυ στη Δημοτική Αγορά





Το Σάββατο 29/11 η Άννα, ο Θωμάς και εγώ πήγαμε στην αντιρατσιστική εκδήλωση της Δημοτικής Αγοράς. Η εκδήλωση ξεκίνησε με ομιλίες νεαρών μεταναστών ζητώντας ίσα δικαιώματα και δηλώνοντας οτι δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Αφρικανοί, Ρώσοι, Πακιστανοί, Αφγανοί και Έλληνες μπορούν και θέλουν να συνυπάρξουν ειρηνικά. Λίγο αργότερα η εκδήλωση μετατράπηκε σε ένα ξέφρενο πάρτυ στο οποίο διαπιστώσαμε αυτήν την εντυπωσιακή συνύπαρξη τόσων λαών μέσω της μουσικής!
Φεύγοντας από την Δημοτική Αγορά, δεν μπορούσα να ξεχάσω τις έντονες εικόνες αυτών των ανθρώπων που μιλώντας την ίδια γλώσσα (όλοι οι μετανάστες μιλούσαν μεταξύ τους άψογα Ελληνικά) χορεύανε ενωμένοι και ήταν πραγματικά χαρούμενοι. Όλα αυτά, σ΄ένα χώρο που θυμίζει κάτι μεταξύ πλατείας χωριού και ανεξάρτητου καλλιτεχνικού πολυχώρου κάπου στο ανατολικό Λονδίνο ή το Βερολίνο.
Απαντώντας στο πολύ σωστό ερώτημα του Αλέξανδρου περί κατεύθυνσης στο θέμα των μεταναστών, μετά το Σάββατο για μένα εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το θέμα της συνύπαρξης και οι μετανάστες σε νεαρή κυρίως ηλικία που παρόλα τα προβλήματα τους ξέρουν να διασκεδάζουν και συνυπάρχουν τόσο φυσικά. Τέλος, αυτός ο ιδιόμορφος χώρος της Δημοτικής Αγοράς που αν και κρύος από την έλλειψη θέρμανσης και με λιγοστά μέσα, είναι ίσως ο μοναδικός χώρος στην Αθήνα που μπορείς να πας με με τον σκύλο σου, με το δικό σου φαγητό και να αφήσεις τα παιδιά σου να τρέχουν και να χορεύουν με τους "μεγάλους" συνθέτοντας ένα μωσαϊκό που μοιάζει βγαλμένο από ταινία.

ΥΓ: Έχω τραβήξει αποσπάσματα και σε βίντεο, αλλά αυτό μάλλον από κοντά...

1o Φεστιβάλ Αλληλεγγύης και Πολιτισμού, Πλ. Αμερικής




Η Ένωση Αφρικανών Γυναικών διοργάνωσε με επιτυχία στις 26-27/09/2008 το 1o Φεστιβάλ Αλληλεγγύης και Πολιτισμού στην Πλατεία Αμερικής (http://uaworg.wordpress.com/2008/09/20/1st-festival-celebration-of-solidarity-and-culture/)


Παρακάτω είναι οι φωτογραφίες του Φεστιβάλ!

Βιογραφία Ροβήρου Μανθούλη



Ο Ροβήρος Μανθούλης γεννήθηκε στην Κομοτινή και μεγάλωσε στην Αθήνα. Συμμετείχε στους κύκλους της Διάπλασης των Παίδων και στις γραμμές του ΕΑΜ των Νέων και συνέχεια της ΕΠΟΝ, σαν διαφωτιστής. Από τα τέλη του 1943 μέχρι την Απελευθέρωση, ήταν το «χωνί» των Εξαρχείων και της Νεάπολης, που έφερνε τα βράδια, από κάποια ταράτσα στο λόφο του Στρέφι, τα αντιστασιακά μηνύματα μπροστά στα ανοιχτά παράθυρα των περιοίκων. Σαν τους κήρυκες της αρχαίας Αθήνας που μεταδίδανε τις αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου. (Με ανάλογες χοάνες, τις διθυραμβοχοάνες, απάγγελλαν στην Σπάρτη τον διθύραμβο στο θέατρο και, ίσως, τα ψηφίσματα οι κήρυκες).

Μετά το γυμνάσιο σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο κι εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή Σκαλοπάτια, 1949. Δάσκαλός του στην ποίηση ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος και η παρέα του, στο φιλολογικό πατάρι του Λουμίδη, ήταν, ανάμεσα σ’ άλλους, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο κριτικός Αλέκος Αργυρίου και ο σκηνοθέτης Φρίξος Ηλιάδης, που εξέδιδε το περιβόητο περιοδικό Ποιητική Τέχνη.

Από το 1949 έως το 1953, σπούδασε Κινηματογράφο και Θέατρο στο Πανεπιστήμιο Syracuse της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εκεί του ανοίχτηκε και ο πρώτος αμερικανικός φάκελος, όταν δημοσίευσε ένα αντι-μακαρθικό άρθρο στην εφημερίδα του Syracuse. Σ’ αυτήν την πόλη είχε το στρατηγείο του ο Μακάρθι, στα γραφεία της Ομοσπονδίας των Παλαιών Πολεμιστών. (Τον δεύτερο φάκελο του τον άνοιξαν το 1972, όταν γύριζε στο Χάρλεμ την ταινία «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια»).

Όταν επέστρεψε από την Αμερική, το 1953, συνεργάστηκε στην αρχή με το «Θέατρο της Τετάρτης» του Ε.Ι.Ρ., φέρνοντας μια καινούρια ραδιοφωνική τεχνική στις θεατρικές διασκευές. Με τον Μιχάλη Κατσαρό, που ξαναβρήκε στου Λουμίδη, ίδρυσαν μια κινηματογραφική εταιρία που σύντομα διαλύθηκε. Θέλοντας να βοήσει την κινηματογραφική εκπαίδευση, ανέλαβε τη διεύθυνση σπουδών σε δυο, διαδοχικά, κινηματογραφικές σχολές. Στη Σχολή Σταυράκου, όπου είχαν ήδη διδάξει ο Κάρολος Κουν, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Τσαρούχης, είχε συνεργάτες του τον Γρηγόρη Γρηγορίου και τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο. Στη Σχολή Ιωαννίδη είχε προσλάβει τον Χρήστο Βαχλιώτη, στο τμήμα ηθοποιών. Η φιλία που τους συνέδεσε επεκτάθηκε και σε πολλούς άξιους μαθητές του όπως ο Ηρακλής Παπαδάκης, ο Φώτης Μεσθεναίος, ο Λέων Λοΐσιος. (Στα δυο ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Λοΐσιος στη Λέσβο, ο Μεσθεναίος ήταν οπερατέρ, ο Μανθούλης μοντέρ και ο Μπακογιαννόπουλος έγραψε την αφήγηση).

Στο μεταξύ, ο Μανθούλης είχε αναλάβει να οργανώσει το τμήμα ντοκιμαντέρ στο υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, αλλά σ’ ένα χρόνο απολύθηκε. Μόλις που πρόφτασε τότε, το 1958, να γυρίσει την πρώτη του ταινία, ένα ντοκιμαντέρ για τη Λευκάδα, που θα πρέπει να είναι, ίσως με διαφορά στήθους, και το πρώτο ελληνικό ντοκιμαντέρ.

Στη Λευκάδα ανέβασε παράλληλα το ποιητικό έργο του Ουίλιαμ Σαρόγιαν «Η Καρδιά μου κει πάνω στα ψηλά», υστέρα από 7 μήνες πρόβες και δυο παραστάσεις στο Θέατρο Αθηνών. Σ’ αυτό έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση ο Γιώργος Παπαστεφάνου, στο ρόλο ενός παιδιού και ο σημερινός συγγραφέας Στράτης Χαβιαράς, στον ρόλο ενός γέρου 90 χρονών! Ο δε Μάνος Ελευθερίου είχε πάρει μέρος στον χορό των αγροτών –έφερνε πορτοκάλια και αυγά στον “γηραιό” Χαβιαρά όταν ο χορός τον άκουγε να παίζει στη στρατιωτική σάλπιγγα ένα τραγούδι του Μπεν Τζόνσον, που τραγουδούσαν στα καπηλειά του Λονδίνου στις αρχές του 17ου αιώνα.

Το 2006, κλείνουν 50 χρόνια από την πρώτη ανάμειξη του Μανθούλη σε κινηματογραφική σχολή, όπου δίδαξε μέχρι την κατάλυση της Δημοκρατίας από την χούντα των συνταγματαρχών, το 1967. Ανάμεσα στους γνωστότερους μαθητές του ήταν ο Παντελής Βούλγαρης και ο Βασίλης Ραφαηλίδης, που θα γίνει και βοηθός του σ’ ένα ντοκιμαντέρ.

Η διάδοση του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα έγινε έμμονη ιδέα στον Μανθούλη και το 1960 ίδρυσε την «Ομάδα των 5», με τους Ηρακλή Παπαδάκη, Φώτη Μεσθεναίο, Γιάννη Μπακογιαννόπουλο και Ρούσσο Κούνδουρο. Ύστερα από έναν οργασμό διαφώτισης του κοινού και των κρατικών φορέων, με διαλέξεις, προβολές, φεστιβάλ και κινηματογραφικές λέσχες, κατέληξαν στο να γυρίζουν όλοι, αλλά και άλλοι σκηνοθέτες, σειρά από ταινίες για διάφορους οργανισμούς και να ζούνε απ’ αυτό. Η «Ακρόπολη των Αθηνών» (1961), που γύρισε με τον Ηρ. Παπαδάκη και τον Φ. Μεσθεναίο (και τον μέγα αρχαιολόγο Γιάννη Μηλιάδη), πουλήθηκε σε 3.000 πανεπιστήμια στην Αμερική). Οι ταινίες τους αποσπούσαν κάθε φορά το βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το «Άνθρωποι και Θεοί» (1961), με τη φωνή του Κίμωνα Φράιερ, (μεταφραστή της Οδύσσειας του Καζαντζάκη στ’ αγγλικά) μεταδιδόταν κάθε χρόνο, επί 5 χρόνια, από το αμερικάνικο δίκτυο NBC.

Όταν οργάνωνε την «Ομάδα των 5», ο Μανθούλης δέχτηκε μια πρόταση του κυρ-Αντώνη Ζερβού (της γνωστής εταιρείας ΑΝΖΕΡΒΟΣ, που είχε στούντιο, διανομή και πολλά σινεμά) να γυρίσει μια ελληνική κωμωδία –την «Κυρία Δήμαρχο» (1960) με πρωταγωνιστές την Γεωργία Βασιλειάδου και τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Νίκο Κούρκουλο σε δευτερεύοντα ρόλο και τον Καζαντζίδη και την Μαρινέλλα σε πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση. Πήρε τον Φώτη Μεσθεναίο σαν διευθυντή φωτογραφίας για συμπαράσταση. Πρωτάρηδες και οι δυο, αναζητούσαν ένα διαβατήριο για τα κινηματογραφικά στούντιο. Η ταινία είχε καλές κριτικές και καλή καριέρα (χρησιμοποιήθηκε ακόμα και στην προεκλογική εκστρατεία για την δημαρχία της Ντόρας Μπακογιάννη…) και παίζεται ακόμα στην τηλεόραση.

Το ίδιο δυνέβη και με την «Οικογένεια Παπαδοπούλου» (1961), σε σενάριο του Βαγγέλη Γκούφα, με τον Ορέστη Μακρή, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Παντελή Ζερβό, την Κάκια Αναλυτή, τον Στέφανο Ληναίο και τον Θανάση Βέγγο, πριν ακόμα αρχίσει τους μεγάλους του ρόλους. Ένας από τους μεγαλύτερους, που του χάρισε και το Βραβείο Καλυτέρου Ηθοποιού από τους κριτικούς, θα είναι στην επόμενη ταινία του Μανθούλη «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» (1963), με συμπρωταγωνιστή τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Στην ταινία αυτή ο Μανθούλης ανέβασε κι άλλο την μπάρα της ποιότητας, για να περάσει όλη η ατμόσφαιρα και η αυθεντικότητα της Κατοχής, με αποτέλεσμα, εκτός από τα βραβεία των κριτικών που πήρε τότε, να παίζεται σαν «εθνική» ταινία στις εθνικές επετείους.

Το επόμενο βήμα ήταν μια προσωπική ταινία. Το έναυσμα το έδωσαν τα Ιουλιανά. Το «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» ήταν μια πρώτη πολιτική ταινία, αλλά το «Πρόσωπο με Πρόσωπο», (1966) θα είναι περισσότερο πολιτική και καυστική. Μέσα από την καρικατούρα της αναρριχόμενης νεόπλουτης τάξης των εφοπλιστών και των κατασκευαστών, που γκρέμιζαν και ασχήμαιναν την Αθήνα, έπρεπε να σημειωθούν οι δικτατορικές τάσεις που απειλούσαν την πολιτική νομιμότητα και τις ελευθερίες, που με τόσο κόπο μόλις είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στην Ελλάδα. Μια τέτοια ταινία δεν ήταν εύκολο να γυριστεί γιατί μεριμνούσε και η Λογοκρισία. Πολλοί συνέβαλαν με μικρές χρηματικές συμμετοχές ή με την εργασία τους. Σενάριο δεν υποβλήθηκε στη Λογοκρισία και το γύρισμα άρχισε με την άδεια για ένα προηγούμενο ντοκιμαντέρ. Η κόπια πρόλαβε να βγει από το εργαστήριο για να πάρει μέρος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1966, μια μεγάλη χρονιά με πολύ καλές ταινίες. Εκεί ξεσήκωσε την φοιτητική νεολαία, εντυπωσίασε τους ξένους κριτικούς και πήρε το Χρυσό Βραβείο Σκηνοθεσίας, όπως το έλεγαν τότε. Οι υπογραφές της κριτικής επιτροπής είναι εντυπωσιακές: Γιάννης Τσαρούχης, Μάνος Χατζιδάκις, Έλλη Λαμπέτη… Για πρώτη ίσως φορά, το κοινό που περίμενε τον σκηνοθέτη στην έξοδο, τον σήκωσε στους ώμους, σαν ολυμπιονίκη, και τον πήγε στους έκπληκτους Γάλλους κριτικούς που τον περίμεναν στο καφενείο για να του πάρουν συνέντευξη.

Τον επόμενο χρόνο το «Πρόσωπο με Πρόσωπο» κλήθηκε να πάρει μέρος σε διάφορα φεστιβάλ, αρχής γενομένης από το Διεθνές Φεστιβάλ Νέου Κινηματογράφου στην πόλη Υέρ της νότιας Γαλλίας. Κατ’ εξαίρεση και εκτός διαγωνισμού, γιατί το Φεστιβάλ έκανε δεκτές μόνο πρώτες ταινίες σκηνοθετών, ενώ αυτή ήταν η 4η του Μανθούλη. Το Φεστιβάλ έκανε έναρξη με το «Πρόσωπο με Πρόσωπο» την 21η Απριλίου 1967, ημέρα που έγινε το χουντικό πραξικόπημα στην Ελλάδα! Η ταινία βέβαια ήταν προφητική, αλλά τέτοια σύμπτωση δεν μπορούσε να την περιμένει κανείς. Θα είναι μάλλον και η πρώτη αντιχουντική εκδήλωση που έγινε στο εξωτερικό. Με δεκάδες δημοσιογράφους, κάμερες και μικρόφωνα. Οι συνεντεύξεις του Μανθούλη μεταδόθηκαν το ίδιο βράδυ από πολλά ευρωπαϊκά ραδιόφωνα και από την «Φωνή της Αλήθειας» που ήταν στο «Παραπέτασμα». Την επόμενη εβδομάδα το Φεστιβάλ Κανών οργάνωσε μια ειδική προβολή, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες της χούντας. Φυσικά, η ταινία απαγορεύτηκε στην Ελλάδα «καθ’ άπασαν την επικράτειαν, δια λόγους γενικοτέρας θέσεως», το διαβατήριο του σκηνοθέτη ακυρώθηκε, η αστυνομία επισκέφτηκε το σπίτι του, το όνομά του μπήκε στην μαύρη λίστα που δεν έπρεπε να αναφέρει ο τύπος. Όμως την σκυτάλη της εκδίκησης την πήρε το «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ». Κατά την προβολή του στις σκοτεινές αίθουσες οι θεατές, μόλις άκουγαν το τραγούδι των Χριστοδούλου-Θεοδωράκη, ξέσπαγαν σε συνθήματα κατά της χούντας.

Είναι η αρχή της εξορίας στο εξωτερικό. Η ταινία παίζεται στο Παρίσι, οι κριτικές είναι θριαμβευτικές, η γαλλική τηλεόραση καλεί τον Μανθούλη σε συνεργασία. Του αναθέτει την σκηνοθεσία ενός πρωτότυπου προγράμματος που θα γυρίζεται σε διάφορες χώρες (ταξίδευε, τότε, με προσφυγικό διαβατήριο «απάτριδος»), ερευνώντας τις πολιτικές και κοινωνικές ρίζες του θεάματος, της μουσικής και του τραγουδιού. Είναι η εποχή της pop generation, της γενιάς που αντιτίθεται στον πόλεμο του Βιετνάμ και στις κατεστημένες αξίες γενικότερα και που, στη Γαλλία, θα καταλήξει στον Μάη του ’68.

Στο πρόγραμμα, που είχε τίτλο «Στην Αφίσα του Κόσμου», γύρισε πολλούς διάσημους καλλιτέχνες, όπως τον Ζακ Μπρελ, την Τζόαν Μπαέζ, τους Ρόλινγκ Στόουνς με τον Κιθ Ρίτσαρντς και τον Μικ Τζάγκερ, τον Τζον Μαγιάλ, τον Σάνρα, την Μάριον Ουίλιαμς, τον Τζόνι Χαλιντέι, τον Ζορζ Μουστακί, τον Νουρέγιεβ και πολλούς άλλους. Για το ίδιο πρόγραμμα γύρισε ντοκιμαντέρ με την Μελίνα, τον Μίκη Θεοδωράκη και τη Μαρία Φαραντούρη για την κατάσταση στην Ελλάδα. Η «Αφίσα του Κόσμου» αγαπήθηκε τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική, η οποία της έδωσε το ετήσιο βραβείο της καλύτερης γαλλικής εκπομπής του 1969. «Μια μόνο σκηνή του Ροβήρου Μανθούλη, οι ακροβάτες που εκτελούν τα νούμερά τους πάνω από τις ρουλέτες σ’ ένα καζίνο του Λας Βέγκας, έφτανε για να στείλει το προηγούμενο πρόγραμμα στον κάλαθο των αχρήστων» έγραφε η Le Monde (22-3-1969). «Χρωστάμε στην “Αφίσα του Κόσμου” μια στιγμή σπάνια. Τον Νουρέγιεβ σε πρόβα, να χορεύει με την Κλερ Μοτ και να μας μιλάει για τη ζωή και τον θάνατο. Εξαίρετες στιγμές, στο ύψος εκείνου που τις ενέπνευσε» γράφει η L’Union (13-12-1969). «Πρέπει να πούμε ότι η συνάντηση του Ζωρζ Μουστακί με τον Μίκη Θεοδωράκη ξεπέρασε κάθε μας πρόβλεψη. Ο Ροβήρος Μανθούλης κατάφερε με μεγάλη δεξιοτεχνία να μας δείξει την προσήλωση του Θεοδωράκη (σαν να διάβαζε τη σκέψη του) στο να περάσει τη μουσική του στον Μουστακί. Μια δημιουργία βαθύτατα συγκινητική. Μετά από ένα τέτοιο φιλμ, είναι προφανές ότι αυτά που ακολούθησαν ήταν αδύνατο να μας ενδιαφέρουν» γράφει η L’Humanité (21-5-1970).

Το αποτέλεσμα αυτής της επιτυχίας ήταν να του αναθέσει το 3ο κανάλι, που στο μεταξύ ετοιμάζονταν να εκπέμψει, τηn σκηνοθεσία ενός ντoκιμαντέρ για τα μπλουζ. Ο Μανθούλης γύρισε το «Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή» στην Αμερική και με το φιλμ αυτό έκανε εγκαίνια το κανάλι στις 3 Ιανουαρίου 1973. Παράλληλα, γύρισε στο Χάρλεμ την ταινία μεγάλου μήκους «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια», που παίχτηκε την ίδια χρονιά στους κινηματογράφους και απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές. Η ταινία προβλήθηκε σε διάφορα φεστιβάλ και στο τμήμα Καλύτερες Ταινίες της Χρονιάς του Φεστιβάλ Λονδίνου. Καλύτερη Ταινία της Χρονιάς επελέγη επίσης από τους Βέλγους κριτικούς (μαζί με τον «Γάμο της Μαρίας Μπράουν» του Φασμπίντερ και «Το Κοπάδι» του Γκιουνέι).

Τότε αρχίζει και η σειρά των πολιτιστικών ντοκιμαντέρ με τον γενικό τίτλο «Μια χώρα, μια μουσική», που έφερε τον Μανθούλη σε πολλές χώρες των 5 ηπείρων (Ιρλανδία, Ουγγαρία, Αίγυπτο, Υεμένη, ΗΠΑ, Σικελία, Κούβα, Αργεντινή, Βραζιλία, Καναδά, Αυστραλία, Ισραήλ κλπ., και Ελλάδα όταν έπεσε η χούντα). Προηγουμένως, είχε «σκηνοθετήσει» από τηλεφώνου τις σκηνές που γύρισε ο Φώτης Μεσθεναίος στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της δικτατορίας για την ταινία «Κραυγή της σιωπής».

Στο μεταξύ, η Μελίνα ενθουσιάζεται με το φιλμ που της γύρισε ο Μανθούλης για την «Αφίσα του Κόσμου» και του προτείνει μια ταινία αμερικανικής παραγωγής με παραγωγό τον Ντασέν, με τίτλο «Lilly’s Story». Ο Μανθούλης γράφει το σενάριο (με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου) και στέλνει ένα γαλλικό συνεργείο να γυρίσει κρυφά σκηνές στην Αθήνα, όπου όμως συλλαμβάνεται έξω από την Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας. Τελικά, το φιλμ δεν γυρίστηκε γιατί την παραμονή του γυρίσματος διαλύθηκε η παραγωγός εταιρία. Και δεν μπόρεσε να γυριστεί ούτε στη Ρουμανία γιατί το απαγόρευσε ο Τσαουσέσκου, ο οποίος είχε υπογράψει τις μέρες εκείνες εμπορική συμφωνία με τη χούντα.

Λίγο μετά την πτώση της χούντας η κυβέρνηση πρότεινε στον Μιχάλη Κακογιάννη να αναλάβει την Τηλεόραση (1975). Εκείνος αρνήθηκε και υπέδειξε τον Μανθούλη. Ο Καραμανλής του αναθέτει την καλλιτεχνική διεύθυνση της ΕΡΤ, που στο μεταξύ είχε γίνει ανώνυμη εταιρία δημοσίου δικαίου. Ο Μανθούλης δέχτηκε για ένα χρόνο. Στο διάστημα αυτό προσπάθησε να συνεφέρει το πρόγραμμα, με συνεργάτες του τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, τον Πέτρο Μάρκαρη, την Τώνια Μαρκετάκη και άλλους. Έφερε τον Γάλλο μοντέρ του Ντομινίκ Κολονά για να ξεκινήσει μια σειρά ανάλογη μ’ αυτές που γύριζε στη Γαλλία. Την βάφτισε «Παρασκήνιο» και την ανέθεσε σε άξιους νέους σκηνοθέτες όπως ο Παπαστάθης και ο Χατζόπουλος. Παράλληλα, έφτιαξε μεσημεριανό πρόγραμμα, το «Κάθε μεσημέρι», που από την πρώτη μέρα αγαπήθηκε από το κοινό, επέβαλε τα ζωντανά προγράμματα, που δεν υπήρχαν ακόμη τότε από τον φόβο των Ιουδαίων, δημιούργησε το «Μια ταινία, μια συζήτηση», έφερε τα κινηματογραφικά συνεργεία στην τηλεόραση και γυρίστηκαν τα πρώτα σήριαλ σε φιλμ, όπως «Ο φωτογράφος του χωριού» και η «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», αναμόρφωσε το «Θέατρο της Δευτέρας» (που είχε 90 % θέαση), εγκαινίασε τις «Μουσικές Βραδιές» με τον Γιώργο Παπαστεφάνου, αρχίζοντας με μια βραδυά Ζορζ Μουστακί και περιόρισε το αμερικανικό πρόγραμμα φέρνοντας ευρωπαϊκά σίριαλ, όπως το γαλλικό «Μαύρο ψωμί», το ιταλικό «Πινόκιο» και άλλα από τις βαλκανικές χώρες (και βέβαια δέχτηκε διαμαρτυρίες από την αμερικανική πρεσβεία…).

Ανάμεσα στ’ άλλα κατάφερε να πείσει τον θυμωμένο με την κυβέρνηση Μάνο Χατζιδάκι, που ετοίμαζε παραίτηση, να παραμείνει στο Τρίτο Πρόγραμμα. Στις μέρες του επίσης ιδρύθηκε η ΕΡΤ της Θεσσαλονίκης (σημερινή ΕΡΤ-3). Όταν ο Μανθούλης ανέλαβε την ΕΡΤ, η ΥΕΝΕΔ, το τηλεοπτικό κανάλι του υπουργείου Άμυνας, είχε το 75% της θέασης και η ΕΡΤ το 25%. Όταν έφυγε τα ποσοστά είχαν αντιστραφεί με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί από τον υπουργό Αμύνης (Ευ. Αβέρωφ) στο Υπουργικό Συμβούλιο για αθέμιτο συναγωνισμό. Όταν, τέλος, διορίστηκαν μερικοί υπάλληλοι της ΚΥΠ στην ΕΡΤ και άρχισαν να σαμποτάρουν το πρόγραμμα, ο Μανθούλης παραιτήθηκε.

Ο Μανθούλης συνέχισε τα ταξίδια του για την γαλλική τηλεόραση και, επιστρέφοντας από την Ταϊτή, η νέα κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου τον καλεί να αναλάβει την ΥΕΝΕΔ, αλλά δεν δέχεται. Στη συνέχεια του ζητάει να βρει έναν τρόπο να διορθωθεί το χάος που δημιουργήθηκε στην ΕΡΤ γιατί ήταν έτοιμη να κλείσει. Έγινε κι’ αυτό, η ΕΡΤ συνήλθε και ζητάνε από τον Μανθούλη να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση κατά την μετατροπή της ΥΕΝΕΔ, που στο μεταξύ πέρασε στην αρμοδιότητα του υπουργείου Προεδρίας, σε ΕΡΤ-2. Έκανε ό,τι μπόρεσε με συνεργάτες του τον Λεωνίδα Ζενάκο, τον Βασίλη Βαφέα και τον Νίνο Μικελίδη ώσπου παραιτήθηκε για να γυρίσει τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» (1983-1986) του Τσίρκα, μια τηλεοπτική σειρά με γαλλική συμπαραγωγή, που κράτησε τρία χρόνια. Το σήριαλ αυτό μεταδόθηκε μόνο τρεις φορές από τότε στην Ελλάδα και 50 ακριβώς φορές από τη γαλλική τηλεόραση. Δεν υπάρχει Γάλλος που δεν έχει δει τουλάχιστον ένα επεισόδιο από τις «Ακυβέρνητες πολιτείες». «Μια από τις πιο καταπληκτικές και συναρπαστικές ταινίες που είδα στην τηλεόραση τα τελευταία χρόνια», γράφει σε μια επιφυλλίδα της στο περιοδικό L’Évènement du Jeudi η Φρανσουάζ Σαγκάν. Φέτος ετοιμάζεται ένα θεατρικό έργο, διασκευή του σίριαλ «Ακυβέρνητες Πολιτείες» (που είναι διασκευή του βιβλίου…).

Το 1991, ο Μανθούλης εκλέχτηκε πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Παρισιού, την οποία προσπάθησε να κάνει ένα ελληνικό πολιτιστικό κέντρο. Ίδρυσε εκεί κινηματογραφική λέσχη, εγκαινίασε ένα περιοδικό και οργάνωσε σεμινάρια με πανεπιστημιακούς, σαν ένα λαϊκό πανεπιστήμιο. Παράλληλα, γύρισε μια σειρά ταινιών πάνω στους Έλληνες του Παρισιού. Παρουσίασε στα μέλη της κοινότητας πολλούς Έλληνες πολιτικούς (Κώστα Καραμανλή, Αλέκα Παπαρήγα, Νίκο Κωνσταντόπουλο, Γιώργο Παπανδρέου κ.ά.). Ύστερα από δέκα χρόνια παραιτήθηκε από την κοινότητα, αφού πρώτα οργάνωσε μια ελληνική εβδομάδα με τίτλο «Η Ελλάδα στον Σηκουάνα», σε συνεργασία με τον δήμο Παρισιού, παρουσιάζοντας τους Έλληνες που μετέχουν στις πολιτιστικές δραστηριότητες της Γαλλίας (Κώστα Γαβρά, Βασίλη Αλεξάκη, Γιάννη Κόκκο, Αντιγόνη Ιονάτου, τον ζωγράφο Παύλο). Για πρώτη φορά στην ιστορία ο δήμαρχος δεξιώθηκε ξένη κοινότητα. Δυο χιλιάδες μέλη της ελληνικής παροικίας πέρασαν ένα βράδυ στις καταστόλιστες αίθουσες της δημαρχίας του Παρισιού που άρχισε μ’ ένα ρεσιτάλ της σοπράνο Αλεξάνδρας Παπατζιάκου και του πιανίστα Γιάννη Βακαρέλη. (Κάποιος είπε: «η τελευταία φορά που έγινε κάτι τέτοιο ήταν η συναυλία του Ροσίνι για την υποστήριξη της Επανάστασης του 1821…»). Το δημοτικό συμβούλιο του απένειμε το Μετάλλιο της Πόλεως του Παρισιού για την πολιτιστική δράση του στη Γαλλία.

Την ίδια εποχή, ο Μανθούλης ενδιαφέρεται για τον ρόλο της τηλεόρασης στην διαμόρφωση των νεαρών τηλεθεατών, γυρίζει την ταινία «Η Τηλεόραση των μπόμπιρων» και πείθει την υπουργό Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας να ιδρύσει το ινστιτούτο Ιούλιος Βερν για την ενίσχυση των μορφωτικών προγραμμάτων. Ο υπουργός Πολιτισμού Ζακ Λανγκ του αναθέτει ένα φιλμ για τον Καθεδρικό Ναό της Ρεμς, το οποίο προβάλλεται ένα βράδυ στο ναό και πείθει τους παραγωγούς σαμπάνιας, που είχαν προσκληθεί να ενισχύσουν με 100 εκατομμύρια φράγκα την αναστήλωση του ναού και την συντήρηση των 2.000 αγαλμάτων που τον στολίζουν.

Το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού αναθέτει στον Βασίλη Αλεξάκη να καλέσει Έλληνες συγγραφείς στη Γαλλία και στον Μανθούλη τους θεατρικούς συγγραφείς. Θα έρθουν ο Ιάκωβος Καμπανέλης, η Λούλα Αναγνωστάκη και ο Γιώργος Μανιώτης τους οποίους ο Μανθούλης παρουσιάζει στο Θέατρο των Πολιτισμών του Κόσμου μαζί με αποσπάσματα από έργα τους παιγμένα στα γαλλικά. Αυτό θα οδηγήσει στην παρουσίαση από τον Μανθούλη του έργου του Μανιώτη «Η Κοινή Λογική» στο Φεστιβάλ Αβινιόν, παρουσία του συγγραφέα. Η παράσταση θα μεταδοθεί από το κρατικό ραδιόφωνο France-Culture.

Στο μεταξύ, ο Μανθούλης στρέφεται κυρίως σε ελληνικά θέματα και γυρίζει τον «Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο» και την «Δικτατορία των Συνταγματαρχών» για το γαλλικό πολιτιστικό κανάλι ΑRΤΕ (σε συμπαραγωγή με την FR-3 και τη ΝΕΤ) καθώς και την ταινία μεγάλου μήκους «Lilly’s Story» (με θέμα το πώς δεν γυρίστηκε η παλιά ταινία με την Μελίνα), η οποία επελέγη από το Φεστιβάλ Βενετίας ως επίσημη συμμετοχή το 2000. Η ταινία γυρίστηκε στο Παρίσι, στην Ελλάδα, την Σλοβενία και την Ουγγαρία (γιατί ένα από τα επεισόδια της αναφέρεται στον εξόριστο εκεί Δημήτρη Χατζή). Στο διάστημα αυτό εξέδωσε 4 καινούρια βιβλία (το προηγούμενο ήταν το Κράτος της Τηλεόρασης) αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Εξάντας: το Αρχαίο Ερωτικό Λεξιλόγιο, για την αργκό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Μιμίαμβοι του Αλεξανδρινού κωμωδιογράφου Ηρώνδα σε μετάφραση και σχόλια, το βιωματικό μυθιστόρημα Lilly’s Story και πρόσφατα το Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια, χρονικό του γυρίσματος της ταινίας και Το Ημερολόγιο του Εμφυλίου Διχασμού, 1900-1974 (εκδόσεις Καστανιώτη).