Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Πρόταση Θωμά

Θεματικός Άξονας : Πολυπολιτισμικότητα και καθημερινότητα. Διαμόρφωση νέων συνθηκών από τις ανάγκες των νέων πληθυσμών. Κατάλοιπα μιας άλλης καθημερινότητας. Διάλογος. Οικιστικό περιβάλλον που στεγάζει τα πολιτισμικά μέρη. Μέλλον παιδεία – παιδιά . Μωσαϊκό ή κυψέλη μέσα σε μια ευρύτερη κυψέλη.

Κυψέλη μελισσών. Πολλές μέλισσες μπαίνουν σε συστάδα από κερήθρες. Αεροφωτογραφία ή πλάνο της περιοχής κυψέλης αναδεικνύοντας την πυκνή δόμηση . Υποκειμενικά πλάνα της σχέσης κτίριο άνθρωπος. Μιλιούνια από αυτοκίνητα που κατεβαίνουν το δρόμο βράδυ, ανάμεσα παρέες από διαφορετικά έθνη συγκεντρώνονται στα πεζοδρόμια, γρήγορες χαρακτηριστικές εικόνες.
Μαύρο.
Μέρα, ο κόσμος κατεβαίνει γρήγορα για τις δουλειές του την οδό Κυψέλης. Λεωφορεία γεμίζουν, στενά δρομάκια χωρίς πεζοδρομία κτλ . ένας περαστικός στέκεται μπροστά από μια εφημερίδα σε κάποιο περίπτερο. Είναι τα νέα της Κυψέλης, είναι Παρασκευή.
Την ίδια στιγμή στον τέταρτο όροφο ενός νεοκλασικού, μια τριμελής οικογένεια ετοιμάζεται να ξεκινήσει τη μέρα της. Έμφαση δίνεται περισσότερο στο φυσικό ήχο των καθημερινών πράξεων τους όπως για παράδειγμα μια τηλεόραση που ανοίγει , ένας καφές που φτιάχνεται, ένα ψυγείο ανοίγει, μια σελίδα της εφημερίδας που γυρίζει, ησυχία , ρούφηγμα καφέ , μια τυπική συζήτηση από το ζευγάρι , η πόρτα του μπάνιου κλείνει μέσα είναι η Αλίκη που βουρτσίζει τα δόντια της . Για πρώτη φορά ακούμε την υποκειμενική φωνή της κάμερας να λέει - <καλημέρα Αλίκη>, χαμογελάει, παίρνει το πρωινό της όπου θα μπορούσε να εξελιχθεί ένας υποτυπώδεις διάλογος σε κάποιο θέμα ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και την κάμερα. Η Αλίκη όμως έχει αργήσει και πρέπει να πάει σχολείο, φορά την τσάντα της και βγαίνουμε έξω μαζί της . Στο δρόμο μας λέει για το σχολείο της την Γκράβα. Αφήνοντας την αφήγηση να συνεχίζεται δείχνουμε πλάνα από το σχολείο . Το σχολείο αυτό είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στην Ελλάδα του πολυεθνικού όσον αφορά τη σύσταση (και όχι την εκπαίδευση σχολείου). Εικόνες από παιδιά που παίζουν διάφορα παιχνίδια και προσπάθεια αποκάλυψης μέσα από τις εικόνες του δικού τους τρόπου επικοινωνίας και τις ανταλλαγής πολιτισμικών στοιχείων, κάποιοι διάλογοι, κινήσεις, φασαρία, η φασαρία διακόπτεται από τη φωνή της δασκάλας που παραδίδει μάθημα. Μένουμε λίγο εκεί. Η δασκάλα αντιπροσωπεύει την νέα γενιά ηλικιακά των εκπαιδευτικών. Το κουδούνι χτυπάει, τα παιδία φεύγουν, είναι απόγευμα, η δασκάλα ετοιμάζει τα πράγματα της στην άδεια αίθουσα, περπατάμε μαζί της στο δρόμο για το σπίτι της. Εκεί μας λέει την άποψη της για τη δουλεία της, τις δυσκολίες και τις χαρές να δουλεύεις ένα τόσο ετερόκλητα πολιτισμικά υλικό, αλλά και για τα πειράματα των τελευταίων χρόνων στη Γκράβα και την κατάληξη τους. Φτάνουμε σπίτι της. Το σπίτι είναι σε μια χαρακτηριστική πολυκατοικία του'80 στο δεύτερο όροφο, αφήνουμε τον ήχο μόνο του χώρου , την παρακολουθούμε ενώ μας έχει ξεχάσει σε πιο γενικά πλάνα .
… θεωρώ ότι λείπει κάποιος χαρακτήρας για να κλείσει η Παρασκευή όπως πχ ο καλλιτέχνης που μπορεί να προετοιμάζεται για την παράσταση του το βράδυ…
Η αυλαία πέφτει , σκοτάδι…
Ξημερώνει παρακολουθούμε τους υπόλοιπους κάτοικους της πόλης όπως τα περιστέρια , οι σκύλοι , οι γάτες , οι κατσαρίδες …
Ακτινωτή ρόδα κυλάει σιγά σιγά σε πλακόστρωτο . Το πλάνο αποκαλύπτει ένα αναπηρικό καροτσάκι με έναν κύριο επάνω του και μια κυρία που το σέρνει . Είναι πρωί . Ο Θανάσης είναι κάτοικος του ιδρύματος και όπως κάθε πρωί βγαίνει έξω μήπως και κάποιος προθυμοποιηθεί να τον πάει βόλτα . Η Κωσταντίνα βγαίνει από το σπίτι της κάθε πρωί στης 8 και πολλές φορές φροντίζει να ξυπνήσει 10 λεπτά νωρίτερα για να πάει μια βόλτα τον Θανάση. Αφού πρώτα μας συστηθεί ο Θανάσης με τον τρόπο του, ακούμε την Κωσταντίνα να μας μιλά για τον πεζόδρομο , τη σχέση των κατοίκων με το άσυλο, μα σταματάει τη σκέψη της μιας και δεν μπορεί να διασχίσει τον δρόμο από τα παρκαρισμένα αμάξια που εμποδίζουν το αναπηρικό καροτσάκι.. Προσπάθειες μάταιες ήχοι αυτοκίνητων, φασαρία, κόσμος τσακώνεται, εικόνες από ρόδες που πατάνε φρένο. Το πλάνο σταθεροποιείται. από το απέναντι πεζοδρόμιο φούρνος. Κόσμος μπαίνει, βγαίνει. Είμαστε μέσα παρακολουθούμε τον φούρναρη να εξυπηρετεί έναν πελάτη δίνοντας τα ρέστα σε αυτόν, εφορμούμαστε της ησυχίας και τον ακούμε να μας λέει την άποψη του για το πολιτισμικό μωσαϊκό της κυψέλης (συνήθως οι φούρνοι έχουν επαφές καθημερινά με ένα αντιπροσωπευτικό των αναλογιών κομμάτι της γειτονίας, λόγω του προϊόντος που εμπορεύονται). Τον διακόπτει όμως μια πελάτης που θέλει ψωμί. Αυτή είναι αφρικάνικης καταγωγής και τη λένε Ντούνια, προθυμοποιείται να μας πάει βόλτα, συναντάμε τις φίλες της στο αφρικάνικο κομμωτήριο οπού διασκεδάζουν με μια ελληνίδα που πήγε να κάνει κοτσιδάκια . Τελικά καταλήγουμε σπίτι της. Το σπίτι της είναι λίγο πιο στενό αναλογικά με αυτό της δασκάλας και ισόγειο. Η Ντουνιά μας μαγειρεύει ένα αφρικάνικο φαγητό εξιστορώντας μας καθημερινές συνήθειες στην πατρίδα της, που εγκατέλειψε προσαρμοζόμενοι στο πολιτισμικό μοντέλο της κυψέλης. Το φαγητό είναι έτοιμο, όλοι η οικογένεια έχει έρθει και ετοιμάζεται για φαγητό, αφήνουμε τον φυσικό ήχο (οι μεταξύ τους ομιλίες στη γλώσσα τους). Τρώνε όλοι και ετοιμάζονται να επισκεφτούν την διοργάνωση του συλλόγου αφρικανών γυναικών στην ανοιχτή αγορά κυψέλης. Εδώ θα συναντήσουμε πολύ κόσμο της γειτονιάς. Θα εξετάσουμε την ανταπόκριση και την συνδιαλλαγή ολόκληρης της γειτονιάς στα καλέσματα μιας επιμέρους κοινότητας. Εκεί θα γνωρίσουμε και το Βαγγέλη 45χρονων, όπου πίνοντας το ποτό του μας περιγράφει την κατάσταση στην αυτοδιαχειριζόμενη κατάληψη κατοίκων στην αγορά της κυψέλης. Μας δίνει στοιχεία για την ίδρυση της, συνοψίζει τα μέχρι τώρα αποτελέσματα και σκιαγραφεί το μέλλον των αυτοδιαχειριζόμενων χωρών. Είναι Σάββατο βράδυ. Η Φωκίωνος Νέγρη είναι γεμάτη κόσμο που έχει φορέσει τα καλά του ή όχι. Φώτα έξω από τα μαγαζιά.
Ακολουθούμε ζευγάρια, παιδιά κάθονται στα κάγκελα, ηλικιωμένοι στα παγκάκια ή το αντίστροφο. Ένα από αυτά τα παιδιά είναι ο Αντώνης, 35 χρονών από την Αλβανία. Τον ακολουθούμε. Μας λέει πως έφτασε στην Κυψέλη, πως την βλέπει ο ίδιος και γιατί επέλεξε να μείνει μόνιμα εκεί, μας περιγράφει τις δυσκολίες που έζησε σαν οικονομικός μετανάστης και τις συνθήκες διαβίωσης τον πρώτο καιρό στην Ελλάδα. Μας πηγαίνει σε ένα εστιατόριο. Μέσα διάφορος κόσμος, το εστιατόριο είναι από τα παλιά της Κυψέλης και ανήκει στο κύριο Τάσο. Μπορεί να μας πει, ετοιμάζοντας ένα φαγητό, για τα πιάτα που η κάθε τάξη ή η κάθε επιμέρους κοινότητα αρέσκεται να παραγγέλνει. Το πιάτο προορίζεται για την κύρια Ελένη, καλοφτιαγμένη κύρια 60 ετών μέσω αυτής θα γνωρίσουμε μια άλλη Κυψέλη από το παρελθόν και ένα κομμάτι αστών κατοίκων που διατηρούν την καθημερινότητα τους δεκαετίες τώρα. Αλλάζουμε χώρο με την κύρια Ελένη και βρισκόμαστε σε ένα δωμάτιο με συνομήλικες της κυρίες όπου παίζουνε χαρτιά, μια ασχολία που δεν άφησαν ποτέ (ή κάτι παρόμοιο) .
Ξημερώνει Κυριακή. Παλιοί ηλικιωμένοι κάτοικοι της Κυψέλης φορώντας το κουστούμι τους πίνουν καφέ στη Φωκίωνος (κυριακάτικη εφημερίδα). Στους δρόμους παρέες μεταναστών χαίρονται την αργία. Ένα σώμα στέκεται γυρισμένο ανάποδα, σε μια στάση όπου αποτυπώνει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ενός κτιρίου στο βάθος. Σηκώνεται κανονικά και προχωράμε δίπλα του. Γιάννης το όνομα του, είναι ένα παιδί 15 ετών, μιλάει σπαστά ελληνικά και πάει να βρει τα φιλαράκια του στη πλατειά, μιλάει όχι σα συνέντευξη σε ένα μεγάλο αλλά σαν σε ένα συνομήλικο φίλο του. Δε μας ενδιαφέρει καν από ποια χώρα είναι . Φτάνουμε στην πλατειά στα δικαστήρια όπου δεκάδες παιδιά παίζουν. Βρίσκουμε την παρέα του που μαζεύεται, χαιρετισμός .  Break dance, skateboard, μουσική από φορητό σύστημα … μέσα στο πλήθος των παιδιών και των διαφορετικών εθνοτήτων είναι και η Αλίκη που γνωρίσαμε πρώτη, τη χαιρετάμε. Πανοραμικό της πλατειάς με τα παιδιά, τέλος με μέλισσες και κυψέλες, είναι τόσο ίδιες από μακριά, τόσο διαφορετικές από κοντά.

Φαντάζομαι το μοντάζ αρκετά γρήγορο αφιερώνοντας στα πρόσωπα 2-5 λεπτά. Οι διάλογοι δεν είναι ούτε βαθιοί ούτε περιμένουμε κάποια φοβερή ανάλυση από αυτούς, απλά και μόνο καθημερινότητα. Μια καθημερινότητα όπου η Κυψέλη αλλάζει δραματικά από σπίτι σε σπίτι από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο .
Οι ιστορίες είναι ενδεικτικές και μπορούν να προσθαφαιρεθούν ή να δουλευτούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: