Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Η συνταγή του καλού σεναρίου

Παρά την απουσία Κρατικής Ακαδημίας Κινηματογράφου στον τόπο μας και την ανεπάρκεια κινηματογραφικής εκπαίδευσης ιδιαιτέρως στον τομέα της συγγραφής σεναρίου, νέοι και αρχαιότεροι κινηματογραφιστές εξακολουθούν να παράγουν ταινίες. Είτε με την επιδότηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και διαφορετικών ευρωπαϊκών προγραμμάτων είτε, σπανιότερα, ρισκάροντας τα χρήματα κάποιου αισιόδοξου παραγωγού, το «κινηματογραφικό προϊόν», γιατί ως τέτοιο ορίζεται στην οπτικοακουστική αγορά, μοιάζει τελευταία να γνωρίζει άνθηση στον τόπο μας. Σε ποιον όμως απευθύνεται αυτό το «προϊόν» με όρους μάνατζμεντ και ποια θα είναι η τύχη του στις αίθουσες; Υπάρχουν κανόνες στη συγγραφή ενός σεναρίου; Υπάρχει συνταγή επιτυχίας; Πώς ορίζεται το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό σινεμά και, τέλος, τι συμβαίνει με τους έλληνες δημιουργούς; Την άποψή τους για κάποια από αυτά τα ερωτήματα καταθέτουν τέσσερις διεθνείς διακεκριμένοι εκπαιδευτές στον τομέα της συγγραφής σεναρίου, σύμβουλοι σεναρίου και σεναριογράφοι οι ίδιοι. Η Milena Jelinek και ο Nick Proferes, εκπαιδευτές συγγραφής σεναρίου τα τελευταία 18 χρόνια και καθηγητές του Τμήματος Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη, ο Lewis Cole, συγγραφέας τεσσάρων βιβλίων και σεναριογράφος ο ίδιος, διευθυντής του Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Κινηματογράφου του προαναφερθέντος πανεπιστημίου, και ο Jan Fleischer, επικεφαλής του Τμήματος Σεναρίου του National Film and Television School (NFTS) στην Αγγλία βρέθηκαν στη χώρα μας στο πλαίσιο εκπαιδευτικών προγραμμάτων κατάρτισης στον οπτικοακουστικό τομέα. Το αν υπάρχουν κανόνες στη συγγραφή ενός σεναρίου είναι ένα από τα ερωτήματα, που τέθηκε σε όλους, αποσπώντας διαφορετικές, αλλά και τόσο όμοιες απαντήσεις.


Για τη Milena Jelinek υπάρχει ένας «χρυσός κανόνας»: «Οι θεατές δεν πρέπει να βαρεθούν!Μοιάζουν λίγο σαν αιχμάλωτοι για δύο ολόκληρες ώρες και πρέπει να βρεις τον τρόπο να κρατήσεις την προσοχή τους. Μια ταινία δεν είναι ημερολόγιο. Είναι δράση μπροστά στους θεατές, που συμμετέχουν». Ως προς τη δράση είναι σύμφωνος και ο Ν. Proferes, που διαχωρίζει την ιστορία που αφηγείται ένας δημιουργός στην ιδέα και στο σενάριο. «Το σενάριο έχει κανόνες, η ιδέα όχι. Στο σινεμά όλα είναι δράση και το ζητούμενο είναι να προσελκύσεις το κοινό σου και να μην αδιαφορείς γι' αυτό».

Ο L. Cole διαφωνεί: «Δεν νομίζω ότι υπάρχουν κανόνες. Υπάρχουν πρότυπα δομής στο πώς θα διηγηθείς μια ιστορία. Αν δεχθούμε ότι υπάρχουν κανόνες, ο κόσμος θα γράφει βάσει αυτών, με αποτέλεσμα πολύ συμβατικό». Ο J. Fleischer υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν κανόνες, αλλά σε ένα σενάριο όλα εξαρτώνται από το ποιος μιλάει σε ποιον και γιατί. «Εχει τεράστια διαφορά να λες παραμύθια στα εγγόνια σου από το να μοιράζεσαι ιστορίες με τους φίλους σου. Ακόμη και τα παραμύθια διαφέρουν, αν αναφέρονται σε βασιλοπούλες ή στις περιπέτειες ενός πειρατικού πλοίου».Αλλες ταινίες γνωρίζουν παγκόσμια επιτυχία και άλλες, παρά τα προγνωστικά, δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των δημιουργών τους. Τι κάνει μια ιστορία παγκόσμια και ποια είναι η συνταγή της επιτυχίας; Για τον J. Fleischer παγκόσμιες είναι όλες οι ιστορίες που έχουν να κάνουν με ανθρώπους και ανθρώπινες καταστάσεις. «Δεν υπάρχουν πετυχημένες ιστορίες, με την έννοια της παγκόσμιας επιτυχίας, αλλά πετυχημένος τρόπος να αφηγηθείς μια ιστορία. Πρέπει να λειτουργήσουν τα τρία επίπεδα, που είναι: το ανθρώπινο στοιχείο, η διαφορετική κουλτούρα και ο αφηγητής με άποψη».

Είναι διακριτά αυτά τα στοιχεία στον αμερικανικό και στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο; Ο J. Fleischer αρνείται τη γενίκευση του στυλ αμερικανικό και ευρωπαϊκό σινεμά. «Υπάρχουν πολλές αμερικανικές ταινίες που περιγράφονται ως ευρωπαϊκού τύπου και πολλοί ευρωπαίοι δημιουργοί που προσπαθούν να κάνουν κάτι παρόμοιο με αυτό που κάνουν οι αμερικανοί συνάδελφοί τους». Για τον επικεφαλής του Τμήματος Σεναρίου στο NFTS οι Αμερικανοί έχουν μια πραγματιστική προσέγγιση της ταινίας. Κάνουν την τέχνη τους κατανοητή σε περισσότερο κόσμο και έτσι πουλάνε περισσότερο. «Από την πλευρά των ευρωπαίων δημιουργών, σχεδόν, επικρατεί η άποψη ότι η ταινία είναι δημιουργία ενός εκλεκτού με θεϊκή έμπνευση και οι θεατές είναι οι τυχεροί που έχουν την ευτυχία να δούνε την ταινία ενός καλλιτέχνη. Σε αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκή προσέγγιση, αν ο συγγραφέας ενός σεναρίου είναι ταλαντούχος, μπορούν να συμβούν θαύματα. Και οι δύο προσεγγίσεις μπορούν να αποφέρουν πολύ καλά αποτελέσματα. Αλλες φορές όμως συμβαίνει και το αντίθετο. Δεν μπορείς να ξέρεις». Για τη Μ. Jelinek, δημιουργό παλαιότερα πειραματικών ταινιών μικρού μήκους, οι διαφορές οφείλονται στις διαφορετικές κουλτούρες και στις διαφορετικές χώρες. Γι' αυτήν ευρωπαϊκό σινεμά είναι το εθνικό σινεμά που δεν είναι εύκολο να βρει κοινό εκτός συνόρων. «Οι αμερικανικές ταινίες από την αρχή απευθύνονταν σε ένα ευρύτατο κοινό γιατί η Αμερική είναι αχανής, με πάρα πολλές εθνικότητες μέσα της. Οι ιστορίες ήταν απλές, με μεγάλη προσαρμοστικότητα. Με αυτό το βασικό χαρακτηριστικό, τις αμερικανικές ταινίες μπορούσαν να τις δουν και άλλοι άνθρωποιΕύκολα έγινε είδος προς εισαγωγή πολύ περισσότερο από ταινίες άλλων δημιουργών. Μπορεί η ευρωπαϊκή ταινία να είναι πιο τολμηρή στη φόρμα της, αλλά η αμερικανική ταινία εξερευνά πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες»
Οι ελληνικές ταινίες

Τι γίνεται με τις ελληνικές ταινίες; Οι Αμερικανοί L. Cole και Ν. Proferes βρέθηκαν στην Ελλάδα για τρίτη φορά και είχαν επαφή με έλληνες σεναριογράφους και σκηνοθέτες - σεναριογράφους. «Για εμένα υπάρχουν δύο προβλήματα στα ελληνικά σενάρια. Το πρώτο είναι η έλλειψη δράσης» λέει ο Ν. Proferes και συνεχίζει: «Για να υπάρχει δράση πρέπει κάποιος να θέλει κάτι πάρα πολύ. Να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Και στις ελληνικές ταινίες δεν συμβαίνει αυτό. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η ουσία στο δράμα είναι η σύγκρουση. Η έλλειψη πραγματικής σύγκρουσης είναι ένα από τα προβλήματα. Το δεύτερο πρόβλημα είναι η απουσία συναισθηματικής ταύτισης του κοινού με τους βασικούς χαρακτήρες. Από τα λίγα που ξέρω, οι Ελληνες δεν ενδιαφέρονται για το συναίσθημα. Τα πάντα είναι ψυχρά και διανοητικά. Και εσωτερικά». Για τον L. Cole υπάρχει ένα πρόβλημα με το close-up (πολύ κοντινό πλάνο) στο ελληνικό σινεμά. «Με το close-up δείχνεις τις εσωτερικές σκέψεις του χαρακτήρα. Η άποψή μου είναι ότι οι ελληνικές ταινίες το χρησιμοποιούν πάρα πολύ. Μπορεί να υπάρχουν σπουδαίες στιγμές σε μια ταινία, όπου αφηγείσαι την εσωτερική εξέλιξη ενός χαρακτήρα μέσα από close-ups, αλλά αυτό πρέπει να γίνεται με μέτρο».

Ο Ν. Proferes βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο: «Εχω την εντύπωση ότι εδώ στην Ελλάδα γράφουν ένα σενάριο σαν να γράφουν λογοτεχνία. Δεν μπορείς να μιλήσεις για όλα μέσα σε δύο ώρες. Υπάρχουν 500 άνθρωποι από κάτω που περιμένουν και εσύ δεν τους δίνεις καμία σημασία. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ένα σύστημα αγοράς (market system), αλλά ένα πολιτικό σύστημα. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να χρηματοδοτηθούν από το ΕΚΚ. Κανείς δεν νοιάζεται για εισιτήρια. Στην Αμερική δεν κάνεις ταινία αν δεν υπάρχει και κάποια εμπορική προσέγγιση. Δεν είναι αυτό το καλύτερο σύστημα και έχει τα προβλήματα που όλοι γνωρίζουμε. Ποιο είναι όμως το χειρότερο; Να πρέπει να ευχαριστήσεις ένα κοινό ή να παίρνεις τα λεφτά για να κάνεις μια ταινία χωρίς να σε ενδιαφέρει να ευχαριστήσεις κανέναν παρά μόνο τον ίδιο σου τον εαυτό και να κάνεις αυτές τις πληκτικές ταινίες που κανείς δεν θέλει να δει; Για να επιζήσει, η ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία χρειάζεται μεγαλύτερο κοινό. Η Δανία είναι μικρή χώρα και, δημιουργώντας το Δόγμα, βγάζει τις ταινίες της προς τα έξω. Χρησιμοποιούν τα ίδια συστατικά με αυτά των αμερικανικών ταινιών, αλλά λένε διαφορετικές ιστορίες με διαφορετικό τρόπο. Καταλαβαίνω ότι οι Ελληνες θέλουν να έχουν τη δική τους φωνή στην κινηματογραφία και καταλαβαίνω την έλλειψη εκπαίδευσης, αλλά όλα όσα διδάσκονται στις αμερικανικές σχολές κινηματογράφου προέρχονται από τον Αριστοτέλη. Και είναι πολύ ειρωνικό να ερχόμαστε εδώ να τους λέμε πράγματα που έχουν ειπωθεί στη χώρα τους 25 αιώνες πριν. Είναι ανόητο, όταν τους ανήκουν!».

ΜΑΡΙΑ Π. ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΥ | Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2000



Δεν υπάρχουν σχόλια: